19 Οκτ. 2013 «Θυσιολογία» και υπεκφυγές
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 19/10/2013
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 19/10/2013
Με την ελληνική οικονομία στην κατιούσα για έκτο συνεχή χρόνο και με διεθνή συζήτηση διεξαγόμενη διεθνώς σχεδόν δημοσίως για το εάν και πότε η Ελλάδα θα χρειασθεί και τρίτο δάνειο-πρόγραμμα στήριξης, μετά εκείνα του Μαΐου 2010 και του Φεβρουαρίου 2012, ποια είναι η θέση που εκπέμπει η χώρα; Ποια είναι η κεντρική της ιδέα; Σε τι μήνυμα βασίζεται; Είναι επαρκείς οι αναφορές στις «θυσίες των Ελλήνων» και στο «οι Ελληνες δεν αντέχουν άλλα μέτρα»;
Αυτή η ρητορική αποτελεί συνέχεια όσων οδήγησαν τη χώρα στην κρίση και τη χρεοκοπία. Θυσιάζει κανείς κάτι που είχε, έχει και μπορεί να διατηρήσει. Αρνείται κανείς «μέτρα» («οριζόντια», «κάθετα», «διαρθρωτικά», και όπως αλλιώς τα μετονομάσει) όταν δεν έχει δημοσιονομικά ελλείμματα. Αν έχει πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα είτε θα πρέπει να αυξήσει αναλόγως τα φορολογικά έσοδά του, είτε να μειώσει αναλόγως τις δαπάνες του, είτε να αυξήσει αναλόγως το δημόσιο χρέος του.
Εξι χρόνια με την ελληνική οικονομία στην κατιούσα, και τρία χρόνια από τότε που το ελληνικό δημόσιο έπαψε να είναι διεθνώς αξιόπιστος και φερέγγυος παραγωγός δημόσιου χρέους, η χώρα ταλαιπωρείται, μεταξύ άλλων, από ρητορική «θυσιολογία» και υπεκφυγές. Ως εάν να μην χρεοκόπησε «τεχνικά» και ελεγχόμενα, αντί να χρεοκοπήσει ανοικτά και ανεξέλεγκτα. Το «όχι» σε «μέτρα» που εξαλείφουν πρωτογενή ελλείμματα δεν ισοδυναμεί με «ναι» σε νέο, πρόσθετο, χρέος από κάποιου είδους δανειστές;
Η συνεχιζόμενη ρητορική της θυσιολογίας δείχνει ότι παρά την εξαετή οικονομική κατάρρευση, και ό,τι έχει υποστεί η εικόνα της χώρας, για μία ευρύτατη κατηγορία των «αρμοδίων» που διαχειρίζονται την τύχη της, εξακολουθεί να ισχύει το «δεν είναι ότι δεν βλέπουν τη λύση, δεν μπορούν καν να δούνε το πρόβλημα». Του οποίου η ρίζα κείται και πέραν της χρόνιας δημοσιονομικής ανισορροπίας.
Συνειδητά ή υποσυνείδητα (λόγω ταύτισης με την παραγωγή του προβλήματος) αγνοείται ότι η πρώτη ελληνική δεκαετία στην Ευρωζώνη ήταν μία δεκαετία «ανάπτυξης» του ελληνικού δημόσιου χρέους. Οτι το κατά κεφαλήν χρέος κάθε πολίτη της Ελλάδας αυξήθηκε από περίπου 15.000 ευρώ το 2003 σε 29.000 το 2010, προκειμένου το κατά κεφαλήν εισόδημά του να αυξηθεί στην ίδια περίοδο από 15.600 ευρώ σε 20.400 ευρώ. Δηλαδή το κατά κεφαλήν χρέος του Έλληνα πολίτη αυξήθηκε στη διάρκεια της περιόδου 2003-2010 κατά 90% προκειμένου να αυξηθεί το εισόδημά του μόνο κατά 30%.
Λόγω της ίδιας ταύτισης αγνοείται ότι η πρώτη ελληνική δεκαετία στην Ευρωζώνη, παρά την υπερπαραγωγή δημόσιου χρέους στη διάρκειά της, ήταν ταυτόχρονα δεκαετία απίσχνανσης της ήδη περιορισμένης παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώθηκε από 25% του ΑΕΠ το 2000 σε 20,5% το 2009, και, ακόμη χειρότερα, το μερίδιο των μεταποιητικών κλάδων και των κλάδων κάποιας «τεχνολογικής αιχμής» καταβαραθρώθηκε από το 16% του ΑΕΠ το 2000, στο 11,5% το 2009.