28 Σεπτ. 2013 Η απεχθέστερη όψη του χρέους
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 28/9/2013
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 28/9/2013
Η υπερχρεωμένη (και τεχνικά χρεοκοπημένη) οικονομία και κοινωνία θα έπρεπε να είχε περισσότερη κατανόηση για τις «τεχνικές» αλλά και τις πλέον «απεχθείς» πλευρές του ελληνικού δημόσιου χρέους καθώς η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του, με «επιμήκυνση», «αναδιάρθρωση», «κούρεμα», «αμοιβαιοποίηση» κ.ο.κ. επανέρχεται στην ευρωπαϊκή και στη διατλαντική «ατζέντα» ενόψει σχηματισμού της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα από το απλοϊκώς διακινούμενο ότι αφού αποκτήσουμε πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό το ελληνικό δημόσιο χρέος θα «κουρευτεί» και… σχεδόν «καθαρίσαμε». Οι διαμορφωτές πολιτικής θα έπρεπε να αντιληφθούν ότι το εγχώριο πρόβλημα με τον εκτεταμένο δημόσιο δανεισμό δεν συναρτάται μόνον, ή κυρίως με ένα ορισμένο «κατώφλι» χρέους και με τα υποτιθέμενα προβλήματα που το βάρος της μελλοντικής εξυπηρέτησής του θα δημιουργούσε για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της οικονομίας.
Υπάρχει σοβαρότερη επίπτωση του υψηλού δημοσίου χρέους. Σε μία «μικρή ανοικτή οικονομία» (όπως η ελληνική) -πιθανόν ακόμη και μία που διαθέτει τη «βαλβίδα ασφαλείας» μίας κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας (αν π.χ. οι οπαδοί της επιστροφής στη δραχμή επικρατούσαν, εντός κι εκτός Ελλάδος)- το πλέον σημαντικό πρόβλημα είναι ότι η προηγηθείσα διαδικασία της συσσώρευσης ενός εκτεταμένου (εν προκειμένω δημόσιου, ή/και ιδιωτικού) χρέους, αναπόφευκτα ισοδυναμεί με τον σχηματισμό μίας διαρθρωτικά ασταθούς οικονομίας με εγγενή αδυναμία να διατηρήσει την αναπτυξιακή της «ευστάθεια» αφ' ης στιγμής εκδηλωθεί μία κρίση «ρευστότητας», σε πρώτο στάδιο, και «φερεγγυότητας» στη συνέχεια.
Η απεχθέστερη όψη του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν είναι οι κλεπτοκρατικές συνιστώσες του, ή η κατασπατάλησή του με πελατειακή πολιτική διαχείριση. Είναι το γεγονός ότι ο εκτεταμένος δανεισμός είχε μεταβληθεί σε υπερβάλλουσα ζήτηση (αυτήν τη «ζήτηση» την οποία τόσοι και τόσοι αναπολούν), η οποία «διέστρεψε» τις σχετικές τιμές μεταξύ των εμπορευσίμων και των μη-εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών που παρήγαγε η ελληνική οικονομία, εις βάρος φυσικά των πρώτων, οδηγώντας σε ραγδαία συρρίκνωση της παραγωγικής ικανότητας/δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, εντονότερα δε μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη, οι παραγωγικοί συντελεστές της χώρας μετακινήθηκαν από τους τομείς των εμπορευσίμων στους τομείς των μη-εμπορευσίμων για να επωφεληθούν από τα αυξανόμενα περιθώρια κέρδους, αυξάνοντας έτσι και τις παραγόμενες ποσότητές τους. Αυτό προξένησε σοβαρότατες βλάβες στην παραγωγική οικονομία, εξαιτίας ακριβώς των δυσμενών επιπτώσεων που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μη-εμπορευσίμων έχουν επί της σταθερότητας και της ανάπτυξης «μικρών ανοικτών οικονομιών» όπως η ελληνική.
Χάρις στη διαρκή «υπερβάλλουσα ζήτηση» και για όσο χρονικό διάστημα ο εξωτερικός δανεισμός παρέμενε διαθέσιμος, η «μικρή ανοικτή οικονομία» της Ελλάδος «εξειδικεύθηκε» στην παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου είδους αγαθών που είναι τα διεθνώς μη-εμπορεύσιμα (περισσότερα βλ. στο «Θύμα Λιτότητας η Ελλάδα ή «Ολλανδικής Ασθένειας;»» Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Τεύχος 18, σελ. 40-54). Κι αυτό για να αντιμετωπισθεί προϋποθέτει παραγωγική και επενδυτική επανάσταση.