13 Φεβρουαρίου 2016 Αντιμέτωποι (και) με την ασφαλιστική αρχαιολογία
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 13/2/2016
Το ασφαλιστικό «σύστημα» της Ελλάδας δεν πάσχει μόνο λόγω των ανισοτήτων που αναπαράγει μεταξύ των πολιτών, ούτε μόνον λόγω της σημαντικής συμβολής του στην ελληνική δημοσιονομική χρεοκοπία του 2009-2010. Πάσχει και γιατί, παραμένοντας απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό, στις νέες συνθήκες που οι οικονομικά ενεργοί πολίτες αντιμετωπίζουν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια, «δεν παρέχει ασφάλεια» - έστω και άνιση. Τα θεμελιώδη της μικροδιαχείρισής του έχουν μείνει στην Ελλάδα του 1950.
Ας εξηγηθούμε. Μια φορά κι έναν καιρό, το 1932, καθιερώθηκε το νόμιμο ωράριο στην Ελλάδα ώστε οι εργαζόμενοι να εργάζονται 8 ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα. Αυτό ίσχυε και το 1951 όταν επανασυστήθηκε το ΙΚΑ και ο κανονισμός ασφάλισης βάσει του οποίου λειτούργησε όλη την μεταπολεμική και την μεταπολιτευτική περίοδο. Βάσει αυτού η ημέρα εργασίας ήταν και είναι η μονάδα μετρήσεως του χρόνου ασφαλίσεως, και οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό και με συνεχή απασχόληση στη διάρκεια του μήνα αναγνωρίζουν στην ασφάλιση του ΙΚΑ 25 ημέρες εργασίας μηνιαίως.
Από τότε και μέχρι σήμερα οι 25 ημέρες εργασίας και ασφάλισης μηνιαίως παρέμειναν η μονάδα μετρήσεως του χρόνου ασφάλισης καίτοι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κυρίως της δεκαετίας του 1980 το εξαήμερο απασχόλησης αντικαταστάθηκε από το πενθήμερο, και το 48ωρο αντικαταστάθηκε με το 40ωρο. Η λογιστική αναπαράσταση των ημερών εργασίας και ασφάλισης έμεινε στα πρότυπα της δεκαετίας του 1950 καίτοι η οικονομία και η κοινωνία άλλαζαν. Ήταν κι αυτό μία ακόμη από τις «μισές δουλειές» της μεταπολίτευσης.
Η λογιστική αναντιστοιχία ανάμεσα στις ημέρες ασφάλισης και τις ημέρες πραγματικής εργασίας δεν θα ήταν πρόβλημα εάν δεν οδηγούσε ήδη από την δεκαετία του 1990 και ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε διακρίσεις και ανισότητες στην ασφαλιστική μεταχείριση των μισθωτών. Ως γνωστόν, το 1990 νομοθετήθηκε ρητά, με σκοπό την ενίσχυσή της, η μερική απασχόληση. Δεν επεκτάθηκε γοργά, αλλά σιγά-σιγά ένα αυξανόμενο μερίδιο εργατικού δυναμικού του ιδιωτικού τομέα είχε τμήματα του εργασιακού βίου του σε μερική απασχόληση.
Όταν οι μισθωτοί ασφαλισμένοι που είχαν και περιόδους μερικής απασχόλησης στον εργασιακό βίο τους άρχισαν να αναζητούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους βρέθηκαν προ εκπλήξεων και άνισης μεταχείρισης. Ακόμη και σε περιπτώσεις που ο εργοδότης τους είχε ασφαλίσει για 25 ημέρες, με απόφαση του ΙΚΑ ασφαλίζονταν για όσες ακριβώς ημέρες απασχολούνταν ανά μήνα (δηλ. 21-23) και οι λοιπές ακυρώνονταν. Η εκ των υστέρων στέρηση 3 - 4 ημερομισθίων μηνιαίως και 36 - 48 ετησίως συνεπάγεται τη μη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων για θεμελίωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Αυτή η άνιση μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων δεν αφορά μόνο ή κυρίως το παρελθόν. Αφορά το παρόν και το μέλλον: τους εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα των οποίων οι συμβάσεις τα τελευταία χρόνια είναι μερικής απασχόλησης (ή εκ περιτροπής εργασίας) και οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι ο ασφαλιστικός τους φορέας «κουρεύει», εκ των υστέρων, κατά 10% τις ημέρες ασφάλισης που οι ίδιοι θεωρούν ότι έχουν.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 13/2/2016
Το ασφαλιστικό «σύστημα» της Ελλάδας δεν πάσχει μόνο λόγω των ανισοτήτων που αναπαράγει μεταξύ των πολιτών, ούτε μόνον λόγω της σημαντικής συμβολής του στην ελληνική δημοσιονομική χρεοκοπία του 2009-2010. Πάσχει και γιατί, παραμένοντας απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό, στις νέες συνθήκες που οι οικονομικά ενεργοί πολίτες αντιμετωπίζουν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια, «δεν παρέχει ασφάλεια» - έστω και άνιση. Τα θεμελιώδη της μικροδιαχείρισής του έχουν μείνει στην Ελλάδα του 1950.
Ας εξηγηθούμε. Μια φορά κι έναν καιρό, το 1932, καθιερώθηκε το νόμιμο ωράριο στην Ελλάδα ώστε οι εργαζόμενοι να εργάζονται 8 ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα. Αυτό ίσχυε και το 1951 όταν επανασυστήθηκε το ΙΚΑ και ο κανονισμός ασφάλισης βάσει του οποίου λειτούργησε όλη την μεταπολεμική και την μεταπολιτευτική περίοδο. Βάσει αυτού η ημέρα εργασίας ήταν και είναι η μονάδα μετρήσεως του χρόνου ασφαλίσεως, και οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό και με συνεχή απασχόληση στη διάρκεια του μήνα αναγνωρίζουν στην ασφάλιση του ΙΚΑ 25 ημέρες εργασίας μηνιαίως.
Από τότε και μέχρι σήμερα οι 25 ημέρες εργασίας και ασφάλισης μηνιαίως παρέμειναν η μονάδα μετρήσεως του χρόνου ασφάλισης καίτοι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κυρίως της δεκαετίας του 1980 το εξαήμερο απασχόλησης αντικαταστάθηκε από το πενθήμερο, και το 48ωρο αντικαταστάθηκε με το 40ωρο. Η λογιστική αναπαράσταση των ημερών εργασίας και ασφάλισης έμεινε στα πρότυπα της δεκαετίας του 1950 καίτοι η οικονομία και η κοινωνία άλλαζαν. Ήταν κι αυτό μία ακόμη από τις «μισές δουλειές» της μεταπολίτευσης.
Η λογιστική αναντιστοιχία ανάμεσα στις ημέρες ασφάλισης και τις ημέρες πραγματικής εργασίας δεν θα ήταν πρόβλημα εάν δεν οδηγούσε ήδη από την δεκαετία του 1990 και ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε διακρίσεις και ανισότητες στην ασφαλιστική μεταχείριση των μισθωτών. Ως γνωστόν, το 1990 νομοθετήθηκε ρητά, με σκοπό την ενίσχυσή της, η μερική απασχόληση. Δεν επεκτάθηκε γοργά, αλλά σιγά-σιγά ένα αυξανόμενο μερίδιο εργατικού δυναμικού του ιδιωτικού τομέα είχε τμήματα του εργασιακού βίου του σε μερική απασχόληση.
Όταν οι μισθωτοί ασφαλισμένοι που είχαν και περιόδους μερικής απασχόλησης στον εργασιακό βίο τους άρχισαν να αναζητούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους βρέθηκαν προ εκπλήξεων και άνισης μεταχείρισης. Ακόμη και σε περιπτώσεις που ο εργοδότης τους είχε ασφαλίσει για 25 ημέρες, με απόφαση του ΙΚΑ ασφαλίζονταν για όσες ακριβώς ημέρες απασχολούνταν ανά μήνα (δηλ. 21-23) και οι λοιπές ακυρώνονταν. Η εκ των υστέρων στέρηση 3 - 4 ημερομισθίων μηνιαίως και 36 - 48 ετησίως συνεπάγεται τη μη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων για θεμελίωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Αυτή η άνιση μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων δεν αφορά μόνο ή κυρίως το παρελθόν. Αφορά το παρόν και το μέλλον: τους εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα των οποίων οι συμβάσεις τα τελευταία χρόνια είναι μερικής απασχόλησης (ή εκ περιτροπής εργασίας) και οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι ο ασφαλιστικός τους φορέας «κουρεύει», εκ των υστέρων, κατά 10% τις ημέρες ασφάλισης που οι ίδιοι θεωρούν ότι έχουν.