9 Απρ. 2014, Η ελληνική "έξοδος στις αγορές" και η πραγματική οικονομία, Capital.gr
Σχετικά
με την πολυσυζητημένη «έξοδο στις αγορές»
απαιτούνται δύο αποσαφηνίσεις, μιας και
στον δημόσιο διάλογο λαμβάνουν χώρα συζητήσεις απλά για να γίνεται συζήτηση και για να υπάρχουν οι γνωστές
άγονες αντιπαραθέσεις - χωρίς ουσιαστικό
νόημα.
Από
την μία σημειώστε ότι η ελληνική έξοδος
στις αγορές γίνεται κυρίως για
πολιτ(ευτ)ικούς λόγους και όχι για λόγους
οικονομικού σχεδίου και λογικής και αυτό είναι κάτι που το
αντιλαμβάνονται όλοι.
Από
την άλλη ας συγκρατήσουμε ότι το όλο εγχείρημα, αν ληφθούν ύπ’ όψιν τα μεγέθη
και οι όροι προφύλαξης, (τα «μαξιλαράκια» του ΕΜΣ, τα «σωσίβια» του ΔΝΤ κλπ),
είναι πολύ περισσότερο συμβολικό παρά πραγματικό. Θυμίζει την περίπτωση εκείνου
που κολυμπάει στον ωκεανό ανάμεσα σε καρχαρίες, αλλά βρίσκεται μέσα σε
προστατευτικό κλωβό τον οποίο έλκει το συνοδευτικό πλοίο.
Είναι,
πάντως, γεγονός πως κάθε «παραδοσιακή» ελληνική κυβέρνηση –όπως η παρούσα- θα ήθελε
να ξαναβγάλει το ελληνικό δημόσιο
στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Η
παραμονή σε κατάσταση διαρκούς χρεοκοπίας και διαρκούς διακρατικού δανεισμού,
ούτως ή άλλως, δεν είναι επιλογή για
καμία κυβέρνηση. Πολλώ δε μάλλον στην
χώρα μας όπου τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνώντες, ενστικτωδώς σχεδόν, κάθε
φορά που αντιμετώπιζαν κάποια δυσκολία, αντί να προσπαθήσουν να την
αντιμετωπίσουν με πρακτικές διευθετήσεις και μεταρρυθμίσεις, προτιμούσαν να
στραφούν στο εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να λύσουν το πρόβλημα,
«εξαγοράζοντας» με τα δανεικά εχθρούς και φίλους που βρίσκονταν πίσω από αυτό.
Πρόσκαιρα βεβαίως έως ότου το πρόβλημα επιστρέψει σε μεγαλύτερες ακόμα
διαστάσεις.
Θα
είναι, πάντως, έστω και με την ύπαρξη τόσων «σωσιβίων», διεθνώς παράδοξο και
τρανή απόδειξη των πανθομολογουμένων εθνικών μας αρετών που μπορούν να
καταργήσουν –αν το θέλουν- ακόμη και τον νόμο της βαρύτητας, να γίνει
η ελληνική έξοδος στις αγορές ομολόγων
και να είναι «επιτυχής» παρά τις ακόμη ισχύουσες αξιολογήσεις σχεδόν «junk» των γνωστών
οίκων. Η Ιρλανδία όταν βγήκε στις αγορές τον Δεκέμβριο είχε ήδη απαλλαγεί από αυτό το επίπεδο αξιολόγησης.
Το
μείζον ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι η «δειγματοληπτική», ή μη έξοδος στις αγορές,
αλλά εάν αυτή η «δυνατότητα» εντάσσεται
σε κάποιο βιώσιμο σχέδιο ανασυγκρότησης
- αναγέννησης της πραγματικής οικονομίας στην Ελλάδα,
συμπεριλαμβανομένου και ενός βιώσιμου
χρέους. Κι αυτά δεν είναι ορατά.
Το
να βγει το ελληνικό δημόσιο στις αγορές
ομολόγων «επιτυχώς», έστω και «δειγματοληπτικώς», δανειζόμενο με τριπλάσιο ή τετραπλάσιο
επιτόκιο έναντι των -υποτίθεται «τοκογλύφων»-
διεθνών και διακρατικών δανειστών του δεν είναι κάτι που θα έχει
άμεσες θετικές επιπτώσεις στην
πραγματική οικονομία. Από την άλλη πλευρά όμως, προκειμένου να λέμε την
αλήθεια, λόγω του εξαιρετικά μικρού μεγέθους του δανεισμού, δεν θα έχει ούτε
σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις.
Μόνο
που την ίδια στιγμή που η προσοχή είναι στραμμένη στους υπαρκτούς ή
φανταστικούς συμβολισμούς της «εξόδου στις αγορές», η εγχώρια πραγματική οικονομία εξακολουθεί
να εμπεριέχει πραγματικές
φούσκες, που ακόμη επιβιώνουν συρρικνούμενες, ή συρρικνώνονται επιβιώνοντας. Από την άλλη
η συνεχιζόμενη χρηματοπιστωτική
απομόχλευση δεν θα πάψει λόγω της
«επιτυχούς»-«τροχιοδεικτικής» εξόδου στις αγορές, και αυτό είναι ένα πολύ
σημαντικό πρόβλημα, το οποίο ποτέ δεν τίθεται στο επίκεντρο των συζητήσεων,
προφανώς γιατί δεν προσφέρεται για πολιτική αξιοποίηση.
Όμως,
ενώ ένα μέρος της «απομόχλευσης» είναι αναπόφευκτο αλλά και απαραίτητο
προκειμένου να εξαφανισθούν οι «φούσκες» που δημιούργησε η καταστρεπτική
πολιτική της προ της κρίσεως περιόδου, ένα άλλο μέρος της είναι καταστρεπτικό
διότι απομειώνει την δυνατότητα του επιχειρείν από τομείς και κλάδους που μόνο
αυτοί θα μπορούσαν να εγγυηθούν την παραγωγική ανάταξη.
Τα ζητήματα
της πραγματικής οικονομίας είναι
θεμελιώδη και το κυριότερο είναι
η αδήριτη ανάγκη
μεταφοράς σημαντικών πόρων στους
τομείς των «διεθνώς εμπορευσίμων» από τους τομείς των «διεθνώς μη εμπορευσίμων»,
κάτι για το οποίο δεν έχει γίνει ουσιαστικά κανένα βήμα, και ούτε μπορεί να
γίνει όσο η χώρα ασχολείται με το πολιτευτικό «φαίνεσθαι». Ή όσο θεωρεί την
«έξοδο στις αγορές» μία «αυταξία», έχοντας πολύ γρήγορα λησμονήσει ότι ακόμη
και την εποχή που μεγαλουργούσαμε στις αγορές
ομολόγων δανειζόμενοι με Γερμανικά
επιτόκια, το προϊόν του δανεισμού
και οι επιπτώσεις του στην οικονομία ήταν ακριβώς αυτά που κατέστρεφαν
την πραγματική παραγωγική της βάση. Γι αυτό τα ζητήματα είναι λίγο περισσότερο σύνθετα από τα δημοσίως συζητούμενα.
Επιπλέον η «έξοδος στις αγορές» που γίνεται ή θα γίνει ενώ θα
υπάρχει και η εναλλακτική (βλ. «σωσίβιο»)
ενός νέου (ευρωπαϊκού)
προγράμματος, πρέπει να τοποθετηθεί
στην «μεγάλη εικόνα» της ευρωπαϊκής οικονομίας για να μην χάνεται ολοκληρωτικά
η αίσθηση της πραγματικότητας.
Ας
δούμε δύο πλευρές μέσω «δανείων» παραστάσεων, σε ανύποπτο χρόνο
δημοσιευμένων, σχετικά με την
συγκριτική θέση της Ελλάδας και την τάση του χρέους της.
Ο πίνακας δείχνει στον κάθετο άξονα την τάση μείωσης των επιτοκίων δανεισμού για τα δεκαετή ομόλογα – που οφείλεται στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ και στις πολιτικές περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτή η τάση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από αυτήν επωφελήθηκε η Ιρλανδία τον περασμένο Δεκέμβριο, με αυτήν ζουν Ισπανία και Ιταλία, σε αυτήν ελπίζει η Πορτογαλία και τώρα και η (περισσότερο βιαστική) Ελλάδα.
Όμως
το ότι τώρα τα επιτόκια είναι χαμηλά
δεν σημαίνει ότι αυτό
θα ισχύει και σε επόμενες
οικονομικές συγκυρίες και για πάντα
και για όλες τις χώρες-ειδικά
μάλιστα εάν η αρτηριοσκληρωτικής νοοτροπίας ΕΚΤ δεν καταφέρει να αντιδράσει
σωστά και η αποπληθωριστική απειλή γίνει πραγματικότητα, αυξάνοντας μεταξύ
άλλων και την πραγματική χρεωστική επιβάρυνση των κρατών.
Στον
οριζόντιο άξονα ο πίνακας δείχνει το
ποσοστό δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ και την τάση αύξησής του. Η Ελλάδα ήταν και
παραμένει μια ακραία περίπτωση. Το
ζήτημα δεν αφορά μόνον τον αριθμητή αλλά και τον παρονομαστή – το ΑΕΠ της
χώρας, την παραγωγή της – και σε αυτόν τον τομέα είναι γεγονός
ότι οι κρισιμότατοι τομείς των
διεθνώς εμπορευσίμων έπαιζαν και «παίζουν»,
αγωνίζονται, «εκτός έδρας».
Η δεύτερη είναι από την έκθεση του IMF του περασμένου καλοκαιριού (EURO AREAPOLICIES, 2013 ARTICLE IV CONSULTATION IMF Country Report No. 13/232, σελ. 51)
Δείχνει την τάση υπερχρέωσης χωρών της ευρωζώνης την τελευταία δεκαετία συμπεριλαμβάνοντας και διακρίνοντας το δημόσιο τομέα, τον επιχειρηματικό τομέα, και τα νοικοκυριά. Χώρες αξιόχρεες με αξιολογήσεις ΑΑΑ (που είναι και διακρατικοί δανειστές μας) και χρεοκοπημένες που βγήκαν ή θέλουν, με αξιολογήσεις σχεδόν junk, να βγουν τα δημόσιά τους στις αγορές ομολόγων.
Κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα είναι ότι έχει υπερβολικό χρέος στον δημόσιο τομέα, και ευτυχώς χαμηλότερη χρεωστική επιβάρυνση στον επιχειρηματικό τομέα και στα νοικοκυριά. Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα: η ουσία της κρίσης στην Ελλάδα είναι ότι ο παραγωγικός ιδιωτικός τομέας της ελληνικής οικονομίας υφίσταται σήμερα τις καταστρεπτικές συνέπειες της ανεύθυνης πολιτικής του δημοσίου κατά την προηγούμενη περίοδο και της αφειδούς χρηματοδότησης από αυτόν μη βιώσιμων δραστηριοτήτων του παρασιτικού ιδιωτικού τομέα.
Και το ερώτημα είναι απλό: μήπως με την ακόμη υφιστάμενη αντιαναπτυξιακή δομή δημοσίων εσόδων και δημοσίων δαπανών και με την πολιτ(ευτ)ική έξοδο στις αγορές επιχειρείται απλά να αναβιώσουν παλιές καλές συνήθειες, όταν η χώρα έβγαινε αγέρωχη στις αγορές συσσωρεύοντας τις προϋποθέσεις της μεγαλειώδους χρεοκοπίας του 2010-2013;
Το ευτύχημα βεβαίως, είναι ότι όσο «βραχεία μνήμη» και να χαρακτηρίζει τις διεθνείς αγορές, οι συντελεστές τους, έχοντας «καεί» πολύ δυνατά στην περίπτωση της Ελλάδας, γνωρίζουν πολύ καλά πλέον τι συμβαίνει και έτσι θα σπεύσουν να τιμωρήσουν τους «θριαμβευτές» της «εξόδου» με στρατοσφαιρικά, και πάλι, επιτόκια, εάν η παρούσα ή προσεχής κυβέρνηση αρχίσει ξανά τις γνωστές «φιλολαϊκές» και «αναπτυξιακές» πολιτικές, μοιράζοντας αφειδώς τα δανεικά σε ημέτερους, αλλότριους και μη εξαιρετέους. Αυτό λοιπόν είναι το θετικό σημείο στην όλη ιστορία: με «έξοδο» ή χωρίς, δεν υφίστανται πλέον πολλά περιθώρια για –δημοσιονομικά- καταστροφικές πολιτικές ανεύθυνων υπευθύνων.
Το αρνητικό βεβαίως είναι ότι συνεχίζεται η συλλογική αδυναμία να αντιμετωπισθεί και να ερευνηθεί το ουσιώδες, ενώ το δευτερεύον βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το γεγονός ότι διεξάγεται τόσο μεγάλη συζήτηση για κάτι που, στην πραγματικότητα, σήμερα δεν είναι θέμα κεντρικής σημασίας, (και το οποίο είναι πιθανόν να έχει και δυσμενή εξέλιξη εάν γίνει αντικείμενο τυχοδιωκτικών πολιτευτικών χειρισμών), μόνο καλός οιωνός δεν μπορεί να θεωρηθεί όσον αφορά την έξοδο της πραγματικής οικονομίας από την κρίση.