22 Μαρτίου 2014 Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 22/3/2014
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 22/3/2014
Και σε αυτήν την, σχεδόν εξάμηνη, «διαπραγμάτευση» με την τριμερή Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ τα εργασιακά είχαν την τιμητική τους, ιδιαίτερα τις τελευταίες, κρίσιμες υποτίθεται, ημέρες. Σαφής εικόνα για τα αποτελέσματα θα υπάρξει όταν δημοσιοποιηθεί το πλήρες συμφωνηθέν κείμενο, καθώς δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις όπου και ο όποιος δημόσιος διάλογος συμπαρασύρεται από διαρροές και εκτιμήσεις που προέρχονται από «λάθος διαγνώσεις» και «διαπραγματεύσεις χαμένες στη μετάφραση».
Ωστόσο σε ένα θέμα οι προδιαγραφόμενες εξελίξεις είναι μάλλον σαφείς και θετικές: ο περιορισμός του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας μέσω μείωσης της εργοδοτικής ασφαλιστικής εισφοράς κατά 2,9% και της εργατικής ασφαλιστικής εισφοράς κατά 1%. Μείωση η οποία έρχεται σε συνέχεια προηγούμενης στην εργοδοτική ασφαλιστική εισφορά κατά 1,1%. Εδώ ισχύει το «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Η μείωση του υψηλού, με κριτήρια Ε.Ε. και ΟΟΣΑ, ελληνικού μη-μισθολογικού κόστους είναι μια μικρή αλλά αναγκαία συμβολή στη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και της εγχώριας ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να προσανατολίζεται προς έλεγχο και μείωση του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας ήδη από το 2000, τότε ενόψει της εισόδου της στην νομισματική ένωση του ευρώ, ή το 2003 όταν το ευρώ ανατιμούμενο καθήλωνε περαιτέρω την ήδη ισχνή ελληνική παραγωγή διεθνώς εμπορευσίμων, ή, έστω, το 2008 όταν η ανταγωνιστικότητα του εγχώριου παραγωγικού τομέα είχε καταβαραθρωθεί και η αδήλωτη εργασία είχε απογειωθεί. Υποστηρίξαμε αυτήν την ανάγκη σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά το θέμα αντιμετωπιζόταν ως απλά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Το 2008 ήταν στοιχείο στην Έκθεση για τον Εκσυγχρονισμό της Εργατικής Νομοθεσίας (βλ. Επιτροπή Γ. Κουκιάδη) στο πλαίσιο επιλογών καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας.
Όμως έπρεπε η Ελλάδα να χρεοκοπήσει, η οικονομία και η κοινωνία της να έρθουν αντιμέτωπες με τα επίχειρα (μείωση ΑΕΠ 25% και ανεργία 27,5%) της πολυετούς παραγωγικής συρρίκνωσης και της διαρθρωτικής κατάρρευσης, για να τεθεί ως θέμα της εφαρμοσμένης πολιτικής το ζήτημα της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους. Όλη την προηγούμενη περίοδο η κίνηση ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, με αλλεπάλληλες μικρές αυξήσεις του μη-μισθολογικού κόστους, σε μια δομή ασφαλιστικών εισφορών που έρχεται από την κλειστή και προστατευμένη οικονομία της Ελλάδας του 1950.
Έκτοτε σταδιακά προστεθήκαν και άλλες εισφορές, ενώ ταυτόχρονα χανόταν ο ανταποδοτικός χαρακτήρας τους. Μετατράπηκαν σε οιονεί, πρόσθετη, φορολογία της μισθωτής εργασίας. Το περίεργο είναι ότι ακόμη και σήμερα ο έλεγχος και η μείωση του μη-μισθολογικού κόστους θεωρείται ότι είναι κάτι «κακό» ή «αναγκαίο κακό» που μας επεβλήθη από την τριμερή Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ.
Δηλαδή, δεν έχουν γίνει αντιληπτές οι καταστροφικές συνέπειες της θεμελιώδους αυταπάτης της πρώτης δεκαετίας της Ελλάδας στο ευρώ ότι η Ελλάδα θα «συνέκλινε» στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, μέσω της κατανάλωσης, του πληθωρισμού και του δανεισμού, και όχι μέσω της παραγωγής διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και της αυξανόμενης παραγωγικότητας. Ότι για μια μικρή ανοικτή οικονομία σε μία νομισματική ένωση το κόστος παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου μισθολογικού και μη-μισθολογικού είναι στις κρίσιμες μεταβλητές.