22 Μαρτ. 2013 «Υφεση» ή «Διαρθρωτική κατάρρευση»;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 22/3/2013
Σας προτείνω να αναζητήσετε προς ανάγνωση στο διαδίκτυο δύο εκτενή άρθρα: Το «Η οικονομική κρίση της Ελλάδας δεν είναι ''ύφεση''» και το «Η ''διαρθρωτική κατάρρευση'' της ελληνικής οικονομίας». Αναλύουν, σταχυολογώ, γιατί η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν διέρχεται μία κεϋνσιανού τύπου «ύφεση», αλλά μία βαθιά κρίση «διαρθρωτικής κατάρρευσης», δεν είναι ζήτημα σχολαστικής θεωρητικολογίας. Είναι ουσιώδης προϋπόθεση για να συνειδητοποιηθεί από την ελληνική κοινωνία τι ακριβώς της έχει συμβεί και προς τα πού βρίσκεται η διέξοδος.
Εάν επρόκειτο για πρόβλημα συγκυριακής υποχώρησης του εισοδήματος η οποία θα ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί με τον κατάλληλο συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, τότε δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουμε πολλά πράγματα ως πολίτες αυτής της χώρας. Το πρόβλημα θα λυνόταν σύντομα (δηλαδή βραχυχρόνια) και θα μπορούσαμε να παραμείνουμε σταθεροί στις συμπεριφορές μας, στις οικονομικές και επαγγελματικές μας επιλογές, στην φιλοσοφία ζωής που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα.
Επειδή όμως το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρόβλημα «διαρθρωτικής κατάρρευσης», με διαδικασία μακρά και επώδυνη, χωρίς κανείς να γνωρίζει πραγματικά πόσο θα διαρκέσει και τι καινούργιο σχήμα κοινωνικής και οικονομικής σύνθεσης και ισορροπίας θα προκύψει, τα πράγματα είναι δυστυχώς πολύ διαφορετικά και πολύ πιο κρίσιμα. Κανείς δεν μπορεί να είναι πλέον βέβαιος για τις επιλογές του και την εξασφάλιση της ευημερίας του. Είναι χιλιάδες τα όσα πρέπει να αλλάξουν, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα η ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιήσει, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς, ότι ο τρόπος που έζησε μέχρι πρόσφατα έχει τελειώσει.
Η σχέση μόχθου-απόλαυσης που νόμιζε ότι είχε επιτύχει δεν ισχύει πλέον, ενώ και το επίπεδο κατανάλωσης που νόμιζε ότι είχε οριστικά κατακτήσει αποτελεί οριστικά ανάμνηση. Η μόνη ελπίδα για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις βιοτικές, και όχι μόνο, προκλήσεις επιβίωσης που θα αντιμετωπίζει από τούδε και στο εξής βρίσκεται στον συνδυασμό δύο εγχειρημάτων, στα οποία έως σήμερα δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Στο οικονομικό επίπεδο η μόνη ελπίδα επιβίωσης της χώρας είναι με την ολόπλευρη ένταξή της στη διεθνή ανταγωνιστική αγορά μέσω της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης παραγωγής «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων που θα της επιτρέψει να συντηρήσει ένα ικανό για την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής επίπεδο εισοδήματος και απασχόλησης.
Στο κοινωνικό επίπεδο, αντίθετα, θα πρέπει να επιλέξει μία αντίστροφη πορεία αποεμπορευματοποίησης των σχέσεων και των αξιών. Η βαθύτερη κοινωνιολογική και φιλοσοφική αιτία για την οποία η Ελλάδα εισήλθε στις συνθήκες της βαθιάς διαρθρωτικής κρίσης είναι ότι ενώ αδιαφορούσε για την παραγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων, θεωρούσε ότι ακόμη και ζωτικές, θεμελιώδεις ανάγκες που καλύπτονται και ικανοποιούνται μόνο με βιωματικό τρόπο και με την υπευθυνότητα της ατομικής και συλλογικής ανάληψης του κινδύνου της ελευθερίας, ήταν δυνατόν να καλυφθούν μέσω της εξαγοράς ψευδεπίγραφων υποκατάστατων στις αγοραίες τιμές που τις προσέφερε η υπερκαταναλωτική και μεταπρατική ψευδαίσθηση στην οποία ζούσε. Και αυτό την έφερε στο χείλος της καταστροφής.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 22/3/2013
Σας προτείνω να αναζητήσετε προς ανάγνωση στο διαδίκτυο δύο εκτενή άρθρα: Το «Η οικονομική κρίση της Ελλάδας δεν είναι ''ύφεση''» και το «Η ''διαρθρωτική κατάρρευση'' της ελληνικής οικονομίας». Αναλύουν, σταχυολογώ, γιατί η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν διέρχεται μία κεϋνσιανού τύπου «ύφεση», αλλά μία βαθιά κρίση «διαρθρωτικής κατάρρευσης», δεν είναι ζήτημα σχολαστικής θεωρητικολογίας. Είναι ουσιώδης προϋπόθεση για να συνειδητοποιηθεί από την ελληνική κοινωνία τι ακριβώς της έχει συμβεί και προς τα πού βρίσκεται η διέξοδος.
Εάν επρόκειτο για πρόβλημα συγκυριακής υποχώρησης του εισοδήματος η οποία θα ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί με τον κατάλληλο συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, τότε δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουμε πολλά πράγματα ως πολίτες αυτής της χώρας. Το πρόβλημα θα λυνόταν σύντομα (δηλαδή βραχυχρόνια) και θα μπορούσαμε να παραμείνουμε σταθεροί στις συμπεριφορές μας, στις οικονομικές και επαγγελματικές μας επιλογές, στην φιλοσοφία ζωής που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα.
Επειδή όμως το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρόβλημα «διαρθρωτικής κατάρρευσης», με διαδικασία μακρά και επώδυνη, χωρίς κανείς να γνωρίζει πραγματικά πόσο θα διαρκέσει και τι καινούργιο σχήμα κοινωνικής και οικονομικής σύνθεσης και ισορροπίας θα προκύψει, τα πράγματα είναι δυστυχώς πολύ διαφορετικά και πολύ πιο κρίσιμα. Κανείς δεν μπορεί να είναι πλέον βέβαιος για τις επιλογές του και την εξασφάλιση της ευημερίας του. Είναι χιλιάδες τα όσα πρέπει να αλλάξουν, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα η ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιήσει, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς, ότι ο τρόπος που έζησε μέχρι πρόσφατα έχει τελειώσει.
Η σχέση μόχθου-απόλαυσης που νόμιζε ότι είχε επιτύχει δεν ισχύει πλέον, ενώ και το επίπεδο κατανάλωσης που νόμιζε ότι είχε οριστικά κατακτήσει αποτελεί οριστικά ανάμνηση. Η μόνη ελπίδα για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις βιοτικές, και όχι μόνο, προκλήσεις επιβίωσης που θα αντιμετωπίζει από τούδε και στο εξής βρίσκεται στον συνδυασμό δύο εγχειρημάτων, στα οποία έως σήμερα δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Στο οικονομικό επίπεδο η μόνη ελπίδα επιβίωσης της χώρας είναι με την ολόπλευρη ένταξή της στη διεθνή ανταγωνιστική αγορά μέσω της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης παραγωγής «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων που θα της επιτρέψει να συντηρήσει ένα ικανό για την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής επίπεδο εισοδήματος και απασχόλησης.
Στο κοινωνικό επίπεδο, αντίθετα, θα πρέπει να επιλέξει μία αντίστροφη πορεία αποεμπορευματοποίησης των σχέσεων και των αξιών. Η βαθύτερη κοινωνιολογική και φιλοσοφική αιτία για την οποία η Ελλάδα εισήλθε στις συνθήκες της βαθιάς διαρθρωτικής κρίσης είναι ότι ενώ αδιαφορούσε για την παραγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων, θεωρούσε ότι ακόμη και ζωτικές, θεμελιώδεις ανάγκες που καλύπτονται και ικανοποιούνται μόνο με βιωματικό τρόπο και με την υπευθυνότητα της ατομικής και συλλογικής ανάληψης του κινδύνου της ελευθερίας, ήταν δυνατόν να καλυφθούν μέσω της εξαγοράς ψευδεπίγραφων υποκατάστατων στις αγοραίες τιμές που τις προσέφερε η υπερκαταναλωτική και μεταπρατική ψευδαίσθηση στην οποία ζούσε. Και αυτό την έφερε στο χείλος της καταστροφής.