Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Άρθρα: Η τύχη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους Κατωτάτους Μισθούς

Η τύχη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους Κατωτάτους ΜισθούςMoneyReview, Απόψεις, Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025. 


Την Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025 το  Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) θα  αποφανθεί για την τύχη της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 – «Επαρκείς κατώτατοι μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση», στην Υπόθεση C‑19/23. 

Το Βασίλειον της Δανίας, κατ’ ουσίαν η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας, με την υποστήριξη του Βασιλείου της Σουηδίας, κατ’ ουσίαν της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Σουηδίας, πρωτοστατούντων των εθνικών εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων της  Δανίας και της Σουηδίας,  προσέφυγαν κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (και εντέλει κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που «χορογράφησε»  την διαδρομή προς την ενλόγω οδηγία), ζητώντας  από το Δικαστήριο να ακυρώσει την οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. 


Το επιχείρημα  Δανίας και Σουηδίας είναι ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ δεν διέθεταν την αρμοδιότητα να εκδώσουν την οδηγία 2022/2041 επί τη βάσει του άρθρου 153 της Συνθήκης (ΣΛΕΕ), καθώς οι εν λόγω διατάξεις τους παρέχουν την εξουσία να καθορίζουν, μέσω οδηγιών, ελάχιστες προδιαγραφές στον τομέα των «όρων εργασίας», αλλά, το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι η εν λόγω αρμοδιότητα δεν καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις «αμοιβές».

 

Συνεπώς το ζήτημα που ετέθη αφορά το κατά πόσον, με τη θέσπιση της οδηγίας 2022/2041, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ νομοθετώντας σε τομέα (τις «αμοιβές») που εξαιρείται από την αρμοδιότητα της Ένωσης.

 

Όπως εξήγησε στις προτάσεις του ο Γενικός Εισαγγελέας, στο εν λόγω ερώτημα πρέπει, κατά τη γνώμη του, να δοθεί καταφατική απάντηση. Και η πρότασή του είναι να  ακυρωθεί στο σύνολό της  η οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τον λόγο ότι δεν συνάδει με το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.

 

Κατά τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, «από το γράμμα και τον αριθμό των διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν αγνοούσε, όταν εξέδιδε την οδηγία 2022/2041, ότι «έπαιζε με τη φωτιά» όσον αφορά την εξαίρεση των «αμοιβών» που προβλέπεται στο άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ (ή, κατά την έκφραση που χρησιμοποίησαν ορισμένοι συγγραφείς, ότι βάδιζε σε «τεντωμένο σχοινί»)».

 

Το  Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται τώρα να αποφασίσει εάν θα  υιοθετήσει την πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα, εν όλω, εν μέρει, ή καθόλου. Την 11η Νοεμβρίου 2025 θα γνωρίσουμε την απόφασή του.

 

Εν μέρει ακύρωση σημαίνει, κατά τις προτάσεις  του Γενικού  Εισαγγελέα,  «σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει ότι η οδηγία 2022/2041 δεν πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί το επικουρικό αίτημα του Βασιλείου της Δανίας και να ακυρώσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας». Πρόκειται για το άρθρο που αφορά την «Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών».

 

Ανεξαρτήτως της τελικής απόφασης, οι προτάσεις  του Γενικού Εισαγγελέα ανέδειξαν κρίσιμες όψεις των αρμοδιοτήτων  της ΕΕ  στον μισθολογικό («αμοιβές») και στον κοινωνικό τομέα.

Ποια  είναι  η έννοια  των αμοιβών και της εξαίρεσής τους από την αρμοδιότητα της ΕΕ : «η έννοια των «αμοιβών», κατά το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, δεν περιορίζεται μόνο στο επίπεδο των αμοιβών, αλλά περιλαμβάνει επίσης τις λεπτομέρειες και τις διαδικασίες καθορισμού του επιπέδου τους».

Πως  πρέπει να νοείται η εξαίρεση των αμοιβών από τις  αρμοδιότητες  της ΕΕ: «το Δικαστήριο έχει ήδη παράσχει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να νοείται η εξαίρεση των αμοιβών. Με τις αποφάσεις Del Cerro Alonso, Impact, Bruno κ.λπ. και Specht κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένως ότι η εν λόγω εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά μέτρα –όπως η εξομοίωση όλων ή ορισμένων από τα συστατικά στοιχεία των αμοιβών και/ή του επιπέδου τους στα κράτη μέλη ή η καθιέρωση εγγυημένου κατώτατου μισθού– τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η εξαίρεση των «αμοιβών» δεν μπορεί να επεκταθεί σε κάθε ζήτημα που έχει οποιαδήποτε σχέση με τις αμοιβές».

 

Ανεξαρτήτως της τελικής απόφασης, θα πρέπει να αποτελέσει τροφή για σκέψη το γεγονός ότι  οι  κυβερνήσεις των πλέον επιτυχημένων εθνικών σοσιαλδημοκρατικών παραδειγμάτων στην Ευρώπη, που βασίζονται στην συλλογική αυτονομία, στην αντιπροσωπευτικότητα, στον κοινωνικό διάλογο, στις ελεύθερες  συλλογικές διαπραγματεύσεις, και, κυρίως, οι πλέον ανεπτυγμένες εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, της υψηλότερης αντιπροσωπευτικότητας και αυτονομίας, ενεργοποιήθηκαν κατά της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να «νομοθετήσει» στο πεδίο των κατωτάτων μισθών, των μισθών, και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Παρενέβησαν ενεργά σε όλα τα στάδια αυτής της διαδικασίας, και προς κάθε κατεύθυνση, και την έφεραν εντέλει ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ.

 

Ενόψει  των ενδεχομένων ολικής ή μερικής ακύρωσης,  αφενός, στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξετάζουν την εναλλακτική της Σύστασης του Συμβουλίου, αφετέρου οι υποστηρικτές του παρεμβατισμού της ΕΕ  στο πεδίο των αμοιβών εξετάζουν  την πρόταση της αλλαγής των Συνθηκών.

Ακόμη  και  στην περίπτωση  επιβίωσης της Οδηγίας, παραμένει ευρύ το πεδίο των θεμάτων εφαρμογής  της  από τα κράτη-μέλη και τις εθνικές  συνδικαλιστικές οργανώσεις  εργαζομένων  και   επιχειρήσεων, σε μια εποχή συνολικής υποχώρησης  της αντιπροσωπευτικότητας τους και του ρόλου τους, με το  παράδοξο εκεί και εκείνων που  είναι ακόμη ισχυροί και αντιπροσωπευτικοί να αντιτίθενται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία ακριβώς επιδιώκοντας να προστατέψουν την ισχύ και την αντιπροσωπευτικότητα τους.