Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Άρθρα: Το μη-μισθολογικό κόστος της εργασίας

Το μη-μισθολογικό κόστος της εργασίας, MoneyReview, Απόψεις, Τετάρτη 9 Απριλίου 2025. 

 

Χρειάσθηκαν περισσότερα από είκοσι χρόνια και η χρεοκοπία του 2010-2012 ώστε το ζήτημα του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας να τεθεί στην Ελλάδα στην προσοχή της οικονομικής πολιτικής, της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης.

Το μη-μισθολογικό κόστος της εργασίας, και η φορολογικο-ασφαλιστική σφήνα  (tax wedge), όψη της οποίας είναι η διαφορά ανάμεσα στο συνολικό κόστος του μισθού της εργασίας που καταβάλλει η επιχείρηση και στον καθαρό μισθό που λαμβάνει ο εργαζόμενος στον λογαριασμό του, παραμένει ένα ζήτημα που χρήζει συστηματικής παρακολούθησης και αντιμετώπισης για την μείωσή τους.

Το μερίδιο του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας στην Ελλάδα αυξανόταν συνεχώς από την δεκαετία του 1990, και στην δεκαετία του 2000, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι συνέπειες της ένταξης στο ευρώ το 2001. Στον δρόμο προς την χρεοκοπία του 2010-2012 η φορολογικο-ασφαλιστική σφήνα αυξανόταν συστηματικά, είτε με κυβερνητικές αποφάσεις, είτε με συμφωνίες της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας τις οποίες εν συνεχεία νομοθετούσε η κυβέρνηση.

Έτσι το 2010 το ποσοστό των εργοδοτικών εισφορών είχε ανέλθει στο 28.06% και των εισφορών εργαζομένου στο 16%, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα ποσοστά οι πρόσθετες ειδικές εισφορές «επαγγελματικού κινδύνου» και «βαρέων και ανθυγιεινών», 3,15% στις εργοδοτικές, 3,45% του εργαζομένου, στις οποίες υπάγονταν ευρείες κατηγορίες επιχειρήσεων και εργαζομένων.

Μετά μία μακρά περίοδο προσαρμογής σε δύο στάδια, το πρώτο το 2010-2015 μέσω μνημονιακών υποχρεώσεων, και το δεύτερο το 2019-2025 μέσω ορθών πολιτικών επιλογών, το ποσοστό των εργοδοτικών εισφορών (εξαιρουμένων των ειδικών) έχει μειωθεί από το 28,06% του 2010 σε 21,79% το 2025, και των εισφορών εργαζομένου από το 16% το 2010, σε 13,37%. Από το συνολικό 44,06% του 2010 (στα υψηλότερα της ΕΕ) στο 35,16%. Κυβερνητική εξαγγελία είναι μια ακόμη μείωση κατά 0,5% έως το 2027.

Οι λόγοι για τους οποίους η ρύθμιση του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας έχρηζε- και χρήζει- συστηματικής παρακολούθησης και αντιμετώπισης για την μείωσή του, ήταν και είναι πολλαπλοί:

  • το υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο μη-μισθολογικό κόστος της εργασίας δεν διευκόλυνε την αύξηση της απασχόλησης,
  • αντιθέτως τροφοδοτούσε την αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία σε κλάδους έντασης εργασίας και χαμηλής παραγωγικότητας,
  • υποτίθεται ότι αποτελούσε εισφορά για την ανταπόδοση «κοινωνικού μισθού» με εισφορές σκανδιναβικού μοντέλου, «κοινωνικός μισθός» ο οποίος όμως ουδέποτε έφθανε στους δικαιούχους εργαζομένους,
  • περιλάμβανε εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων που εισήχθησαν για την επίτευξη εξειδικευμένων στόχων, τους οποίους όμως δεν φάνηκε επί σειρά πολλών ετών να εξυπηρετούν.

Συνήθως θεωρείται ότι οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων αφορούν τις συντάξεις (ασφάλιση γήρατος) και την ασφάλιση υγείας. Όμως, λόγω της κατάστασης του ασφαλιστικού, όπου για την ετήσια συνταξιοδοτική δαπάνη σχεδόν 34,5 δισ. απαιτούνται σχεδόν 15 δισ. μεταβιβάσεων από τον τακτικό προϋπολογισμό, οι μειώσεις των εισφορών δεν αφορούσαν και δεν αφορούν την ασφάλιση γήρατος. Αναλόγως, ούτε τις εισφορές υγειονομικής περίθαλψης, πλην της τελευταίας μείωσης που ίσχυσε από 1 Ιανουαρίου 2025.

Καθώς τα περιθώρια νέων οριζοντίων μειώσεων των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων έχουν περιορισθεί, την επόμενη περίοδο είναι αναγκαία δύο είδη παρεμβάσεων.

Αφενός η ενδελεχής εισαγωγή αξιολόγησης (και λογοδοσίας) για τα επιμέρους λοιπά συστατικά του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας: επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να ασκήσουν το δικαίωμα του «μάθε τι και γιατί πληρώνεις», για εξειδικευμένες παρεμβάσεις στα συστατικά στοιχεία του. 

Αφετέρου οι παρεμβάσεις στην βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Μία τέτοια ετέθη σε ισχύ από 6 Μαρτίου 2025 (άρθρο 41 του Ν. 5184/2025), σύμφωνα με την οποία, για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, απαλλάσσονται από ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου και εργοδότη οι προσαυξήσεις μισθών (και ημερομισθίων) που προκύπτουν από εργασία πρόσθετη του κανονικού ωραρίου (δηλαδή για υπερεργασία και υπερωρία), για νυκτερινή εργασία και για εργασία Κυριακές και αργίες.

Κατά τα ισχύοντα στην υπερεργασία η ωριαία αμοιβή προσαυξάνεται κατά 20%, στην υπερωρία κατά 40% (ή 60% με έγκριση άνω του ετησίου ορίου, ή 120% στην λεγόμενη «παράνομη»), στην νυκτερινή εργασία κατά 25%, στην εργασία Κυριακές και αργίες κατά 75%. Απαλλάσσονται οι προσαυξήσεις, όχι το σύνολο των αμοιβών υπερεργασίας, υπερωρίας κλπ. (Παραλλαγή ανάλογου μέτρου στην Γαλλία κατά την πρώτη θητεία Μακρόν, απαλλαγής στην αμοιβή υπερωριών των εργαζομένων από ασφαλιστικές εισφορές, προσαρμοσμένη στις τρέχουσες ελληνικές ανάγκες και δυνατότητες).

Πλέον αυτών των παρεμβάσεων στις ασφαλιστικές εισφορές, περιθώρια νέας σημαντικής μείωσης της φορολογικο-ασφαλιστικής σφήνας πρέπει να δημιουργηθούν στο σκέλος της φορολογίας της μισθωτής εργασίας, με μείωση φορολογικών συντελεστών και μεταβολής κλιμακίων φορολογίας εισοδήματος.