Η αναγκαία για την ανάπτυξη «βιομηχανική πολιτική», (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου) ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Experts, Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024.
Χώρες που “έχασαν” τις τρεις πρώτες βιομηχανικές επαναστάσεις
Η Ελλάδα έχει ένα
από τα μικρότερα στην Ευρώπη και στην ΕΕ ποσοστιαία μερίδια της βιομηχανίας ως προς το ΑΕΠ της. Το 2022 το ποσοστό αυτό ήταν 9,1% όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ
βρισκόταν στο 15%. Εν τούτοις, το ποσοστό της χώρας μας δεν είναι το χαμηλότερο
στην ΕΕ. Υπάρχουν περιπτώσεις κάποιων άλλων μικρότερων χωρών που βρίσκονται
ακόμη χαμηλότερα όπως είναι το Λουξεμβούργο με ποσοστό 3,8%, η Κύπρος με 5,2%
και η Μάλτα με 7,1%. Πρόκειται για
μικρές οικονομίες που είναι επικεντρωμένες στις υπηρεσίες. Ειδικά για τα δύο
μικρά νησιά της Μεσογείου, την Κύπρο και την Μάλτα, μπορεί να ειπωθεί ότι η
ισχνή βιομηχανική ανάπτυξη ήταν κάτι τελείως φυσιολογικό λόγω αντικειμενικών
παραγόντων. Μικρές νησιωτικές οικονομίες, -που μάλιστα δεν διαθέτουν πρώτες
ύλες-, εξ αιτίας της μικρής εσωτερικής
αγοράς τους, δεν μπορούν να επωφεληθούν από οικονομίες κλίμακας. Ως εκ τούτου
είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξουν βιομηχανική υποδομή και είναι φυσικό οι
βιομηχανίες τους να περιορίζονται σε αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες,
από τη μία μεριά, ενώ από την άλλη, στην εποχή μας τουλάχιστον, χαρακτηρίζονται
από την χαμηλή προστιθέμενη αξία τους. Είναι, δηλαδή, κυρίως βιομηχανίες
επεξεργασίας τροφίμων και ποτών,
οικοδομικών υλικών και παραγωγής δευτερογενούς ενέργειας.
Υπό το πρίσμα
αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί η
Κύπρος και η Μάλτα έχουν τόσο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στο
ΑΕΠ: αυτό είναι συνέπεια του ότι “έχασαν”, δηλαδή έμειναν έξω και από την 1η,
από την 2η και από την 3η βιομηχανική επανάσταση. Τις “έχασαν” διότι οι
αντικειμενικές συνθήκες δεν ευνοούσαν
κάτι άλλο. Και εξ αυτού προκύπτει,
σήμερα, το ουσιώδες ερώτημα: οι χώρες που δεν έχουν συμμετάσχει και δεν έχουν
επωφεληθεί ουσιαστικά από τις τρεις προηγούμενες βιομηχανικές
επαναστάσεις, -όπως συμβαίνει και με την
Ελλάδα- είναι, άραγε, καταδικασμένες να χάσουν και την 4η βιομηχανική
επανάσταση; Είναι μοιραίο να βρίσκονται σε αδυναμία να αναπτύξουν σύγχρονες
βιομηχανίες με τεχνολογία αιχμής και παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής
προστιθέμενης αξίας; Ευτυχώς η απάντηση σε αυτό το πολύ κρίσιμο ερώτημα, μπορεί
να είναι αισιόδοξη. Ο χαρακτήρας της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι τέτοιος
ώστε το παρελθόν δεν προδικάζει το μέλλον. Η ανάπτυξη, δηλαδή η διάδοση της
γνώσης και η χρησιμοποίησή της για την αύξηση της ευημερίας, στις τρέχουσες
συνθήκες έρχεται με τελείως διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο παρελθόν και είναι
πιθανόν οι χαμένοι των προηγουμένων ιστορικών περιόδων να είναι οι “νικητές”
της νέας εποχής.
Η Μάλτα ως παράδειγμα πως τίποτα δεν είναι προδικασμένο
Η Μάλτα είναι ένα
καλό παράδειγμα “αισιοδοξίας”. Η μικρή, αυτή, νησιωτική χώρα, με το χαμηλό
ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στο συνολικό ΑΕΠ της, διαθέτει, εν
τούτοις, μια δυναμική βιομηχανία
τεχνολογίας κατασκευής ημιαγωγών, με την εταιρεία ST Malta στο επίκεντρό της.
Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις παραγωγής ημιαγωγών στην
Ευρώπη που προμηθεύει Ευρωπαίους, και όχι μόνο, πελάτες σε στρατηγικούς
κλάδους, όπως οι επικοινωνίες και η αυτοκινητοβιομηχανία. Παράγει περίπου 2,7
εκατομμύρια ημιαγωγούς καθημερινά, και
απασχολεί πάνω από 1800 στελέχη ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Ο χώρος
παραγωγής είναι ήδη ένα “έξυπνο εργοστάσιο” στην εποχή της “Βιομηχανίας 4.0” με
ψηφιοποίηση και ρομποτική. Ως συνέπεια της λειτουργίας του οι ημιαγωγοί είναι
το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Μάλτας (κατευθυνόμενο προς την Γαλλία, την
Γερμανία, την Ιαπωνία, την Σιγκαπούρη, την Κίνα και ακόμη και την ίδια την
Ταϊβάν), συμβάλλοντας κατά 15% στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών της χώρας. Ο κλάδος
δημιουργεί περίπου το 8% της απασχόλησης στον μεταποιητικό τομέα, και
αυτό που είναι πιό σημαντικό από όλα είναι πως γύρω από την ST Malta υπάρχει
ένα ολόκληρο οικοσύστημα μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συνδέονται με την
αλυσίδα αξίας των ημιαγωγών. (Η οικονομία της Μάλτας χαρακτηρίζεται από την
κυριαρχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων).
Τι είναι αυτό που
έχει να διδάξει η Μάλτα στην Ελλάδα; Είναι κάτι πολύ βασικό: πως η κυβέρνηση
και η σωστή αναπτυξιακή πολιτική μπορούν να μετατρέψουν μία παρωχημένου
χαρακτήρα, βραδυπορούσα οικονομία σε οικονομία που συμμετέχει με έναν ορισμένο
τρόπο στην 4η βιομηχανική επανάσταση. Το εργοστάσιο της ST Malta δημιουργήθηκε
το 1981 από την εταιρεία Thomson, ως ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης, συσκευασίας
και τυποποίησης ηλεκτρονικών ειδών της εποχής εκείνης, τα οποία παράγονταν
αλλού, σε άλλες χώρες. Δηλαδή το
εργοστάσιο, στην αρχική του μορφή, βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο της
παραγωγικής αλυσίδας. Η σταδιακή μετατροπή του σε μονάδα παραγωγής ημιαγωγών,
(μονάδα, δηλαδή, που βρίσκεται στην αιχμή των τεχνολογικών εξελίξεων), εν
πολλοίς οφείλεται στις επιδοτήσεις και στην επιμονή των κυβερνήσεων της χώρας,
οι οποίες, επωφελούμενες και των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, έπειθαν την διάδοχο της
Thomson εταιρεία, (και μητρική της STMalta)
STMicroelectronics να αναβαθμίζει
σταδιακά την μονάδα. Σήμερα η εταιρεία επωφελείται και από το πρόγραμμα για τα
Σημαντικά Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (IPCEI) για τους ημιαγωγούς και
την τεχνολογία επικοινωνίας, καθώς και από
ευθείες κρατικές ενισχύσεις για νέες επενδύσεις, -κρατικές ενισχύσεις
που έχουν προηγουμένως λάβει τις αναγκαίες ευρωπαϊκές εγκρίσεις. Η Malta
Enterprise (κρατικός οργανισμός αντίστοιχος του Enterprise Greece) είχε ενεργό ρόλο στις
διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην σύνταξη του EU Chips Act και προωθεί με
ευρωπαϊκή χρηματοδότηση την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Microchips Competence
Centre στην Μάλτα, το οποίο μαζί με την ST Malta θα ενισχύσει τις start ups και
τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες στον
Προϋπολογισμό του 2024 θεωρούν την βιομηχανία ημιαγωγών (και ορθά) σημαντικό
πυλώνα της οικονομίας της Μάλτας σε μια οικονομική δραστηριότητα υψηλής
προστιθέμενης αξίας. Το στοιχείο της χαμηλής συμμετοχής του βιομηχανικού τομέα
στο συνολικό ΑΕΠ της Μάλτας υπεραντισταθμίζεται, έτσι, από την ποιότητα και τον
χαρακτήρα των εξαγωγών και την δυναμική που αυτό δημιουργεί για την μελλοντική
ανάπτυξη της χώρας.
Τα “συγκριτικά πλεονεκτήματα” στην εποχή μας
Ως γνωστόν οι
ημιαγωγοί, και τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, είναι, σήμερα, το κρίσιμο πεδίο του
διεθνούς γεωπολιτικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού. Ο υπολανθάνων ανταγωνισμός
όλων με όλους ουσιαστικά μετατράπηκε σε ανοικτό πόλεμο με το US Chips and
Science Act τον Αύγουστο του 2022, που
συνδύαζε και αναβάθμιζε προηγουμένους σχετικούς νόμους για την άμεση
ενίσχυση των επενδύσεων στον συγκεκριμένο τομέα στις ΗΠΑ. Ακολούθησε το EU’s
Chips Act το 2023. Αυτά και το India’s Chip grants είναι τα πιό εύγλωττα
δείγματα των κρατικών προσπαθειών να επιδοτήσουν για εθνικούς σκοπούς, ή ακόμη
και να αγοράσουν, την τεχνολογία και την παραγωγική ικανότητα που είναι
απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Οι ΗΠΑ, για
παράδειγμα, συνειδητοποίησαν κάποια στιγμή ότι μεσοπρόθεσμα μπορεί να
αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο και σοβαρό πρόβλημα στην προσπάθεια τους να
ηγεμονεύσουν στην τεχνητή νοημοσύνη από το γεγονός ότι ενώ με εταιρείες όπως η
Nvidia μπορούν και σχεδιάζουν τους πιο προηγμένους ημιαγωγούς, ακόμα και τους
πλέον εξελιγμένους, 5ης γενεάς, αυτούς που το μέγεθός τους περιορίζεται στα 3 ή
και στα 2 nanometres, δεν έχουν την γνώση και την δυνατότητα της παραγωγής τους.
Και για τον λόγο αυτόν, εγκαταλείποντας κάθε προηγούμενη θεωρητική ορθοδοξία
για την αποδοτικότητα του “ελεύθερου ανταγωνισμού” και την ελευθερία του
εμπορίου, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ επιδίδονται σε κάθε είδους προστατευτική
πολιτική και ταυτόχρονα πληρώνουν, -στην κυριολεξία- την Samsung και την
TSMC προκειμένου να δημιουργήσουν έστω
και κάποια εργοστάσια τους στο αμερικανικό έδαφος. Το ίδιο βέβαια προσπαθούν να
κάνουν και η Ιαπωνία και πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Η
επιδότηση και η συμμετοχή των κυβερνήσεων στην δαπάνη της επένδυσης χωρίς
μάλιστα, ορισμένες φορές, συμμετοχή στην
απόδοση και στα κέρδη, έχει γίνει πλέον ο κανόνας.
Η Ινδία, χώρα
σχεδιασμού αλλά όχι παραγωγής, καλεί τις ξένες εταιρείες να επενδύσουν στην
παραγωγή ημιαγωγών στο έδαφός της επιδοτώντας με περίπου 250.000 δολάρια την
κάθε θέση εργασίας. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με αυτό που συμβαίνει με τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με
την νομοθεσία που έχει εισαγάγει, φυσικά προσπαθεί να κάνει το ίδιο, δηλαδή να
προσελκύσει παραγωγούς ημιαγωγών 4ης και 5ης γενεάς που η ίδια δεν είναι σε
θέση να παράγει. Η επιδίωξη πίσω από όλα αυτά δεν είναι μόνο να αυξηθεί η
εγχώρια παραγωγή στις χώρες υποδοχής των επενδύσεων. Ακόμη περισσότερο είναι να
καταφέρουν οι εγχώριοι παραγωγικοί συντελεστές, συνδεόμενοι με την συγκεκριμένη
παραγωγική διαδικασία να αποκτήσουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες που θα
δημιουργήσουν τα απαιτούμενο τεχνολογικό και οικονομικό οικοσύστημα στον εκάστοτε κρίσιμο τομέα, που στην συγκεκριμένη
περίπτωση είναι οι ημιαγωγοί και τα ολοκληρωμένα συστήματα.
Πρόκειται
για μία ουσιαστική μεταστροφή του οικονομικού παραδείγματος ανάπτυξης όπως το
γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στον τρόπο με τον οποίον πλέον
μεταδίδεται η γνώση αλλά και στον τρόπο με τον οποίον εξ αιτίας αυτού
επηρεάζεται ο τρόπος παραγωγής . Όταν το 1817 o David Ricardo στο Principles of
political economy διατύπωσε την θεωρία του “συγκριτικού πλεονεκτήματος” το περιέγραψε ως “προικοδότηση” κάθε χώρας με
συγκεκριμένους παραγωγικούς συντελεστές σε σχετική αφθονία ή σχετική σπάνιν, από
την ιστορία της και την γεωγραφία της. Επρόκειτο για μία αντικειμενικά ορθή
απεικόνιση και ερμηνεία της πραγματικότητας του κόσμου του 19ου και του πρώτου
μισού του 20ου αιώνα. Στα μέσα του 20ου αιώνα, όμως, στον μεταπολεμικό κόσμο τα
πράγματα άρχισαν να αλλάζουν-αν και αυτό δεν έγινε άμεσα αντιληπτό από την
οικονομική θεωρία. Το “συγκριτικό πλεονέκτημα” πλέον έπαψε να είναι προϊόν της
τυχαιότητας στην ιστορία και στην γεωγραφία και άρχισε να γίνεται περισσότερο
προϊόν της αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής. Αυτό το έδειξαν οι
περιπτώσεις χωρών που ανέπτυξαν τις οικονομίες τους χωρίς η ιστορία και η
γεωγραφία να τις έχουν προικοδοτήσει. Το πέτυχαν αυτό εφαρμόζοντας κατάλληλες,
(αλλά “ανορθόδοξες” για την κρατούσα οικονομική θεωρία), αναπτυξιακές πολιτικές.
Τέτοιες χώρες ήταν η Ιαπωνία, η Ταιβάν,
η Νότιος Κορέα, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ την περίοδο της σχετικής
αυτονομίας του. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση, όμως, από όλες ήταν η Κίνα στην
μετά το 1978 περίοδο. Κύριο χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής τους πολιτικής ήταν
ότι όλες αυτές οι χώρες δημιούργησαν το απαραίτητο “ανθρώπινο κεφάλαιο” το
οποίο έγινε ο βασικός συντελεστής της παραγωγής ξεπερνώντας σε σημασία και τις
πρώτες ύλες και την γεωγραφική θέση και την ιστορική παράδοση, και το φυσικό
και χρηματικό κεφάλαιο και τα πάντα.
Αυτό που έδειξε η
τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι ότι τώρα, πλέον, εισερχόμαστε σε μία
περίοδο όπου και το “ανθρώπινο κεφάλαιο”, παρά το ότι εξακολουθεί να είναι
απαραίτητο, από μόνο του δεν αρκεί. Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της γνώσης
και τα μέσα με τα οποία διαδίδεται έχουν μετασχηματίσει με τέτοιον τρόπο την
πραγματικότητα του “ανθρωπίνου κεφαλαίου”, ώστε, προκειμένου να το αξιοποιήσει
μία εθνική οικονομία πρέπει να έχει την δυνατότητα να προσελκύσει τον πρωτοπόρο
του κάθε τομέα στο έδαφός της διότι αυτός είναι, πλέον, ο καταλύτης για την
ανάπτυξη και αξιοποίηση του “συγκριτικού πλεονεκτήματος”. Μόνο έτσι μπορεί μία
χώρα να μένει κοντά στην πρωτοπορία της ανάπτυξης, κρατώντας επαφή με τους
κλάδους τεχνολογικής αιχμής.
Η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει
Η Ελλάδα σήμερα
είναι μία αδρανής και στάσιμη οικονομικά και αναπτυξιακά χώρα, η οποία
περιμένει την ανάπτυξή της αφ΄ ενός από
την εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία διαχειρίζεται με το γνωστό
πατροπαράδοτο ελληνικό τρόπο, και, αφ’ ετέρου, από την τυχόν αύξηση των
ταξιδιωτικών εισπράξεων. Στην πραγματικότητα είναι μία οικονομία η οποία
βρίσκεται σε αναπτυξιακή ακινησία και παρακολουθεί όσα συμβαίνουν διεθνώς σαν
να μην την αφορούν ουδέ κατ’ ελάχιστον.
Μόνο που αυτό πρέπει να αλλάξει πριν η Ελλάδα καταστεί οριστικά η
απολύτως ουραγός χώρα της ευρωασιατικής ηπείρου. Θα πρέπει να αλλάξει με την
υιοθέτηση και εφαρμογή μίας επιθετικής
αναπτυξιακής πολιτικής η οποία θα στηρίζεται στα δεδομένα της τρέχουσας
ιστορικής φάσης, -της φάσης που ο ανταγωνισμός αφορά την πρόσκτηση “συγκριτικών
πλεονεκτημάτων”. Μιας αναπτυξιακής πολιτικής η οποία θα λειτουργεί με τον τρόπο
με τον οποίον λειτουργούν, πλέον, όλες οι χώρες η οποίες βλέπουν το μέλλον με
αξιώσεις επιτυχίας.
Η Ελλάδα θα
πρέπει να προσελκύσει επενδύσεις οι οποίες θα λειτουργήσουν με καταλυτικό τρόπο
για την ανάπτυξή της και για την μετατροπή της σε μία οικονομία της 4ης
βιομηχανικής επανάστασης. Βέβαια ο όρος “4η βιομηχανική επανάσταση” είναι σε
ένα βαθμό παραπλανητικός διότι οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα γύρω από την
ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης δεν αφορούν μόνο την βιομηχανία αλλά όλους
τους κλάδους και τους τομείς της οικονομίας, όπως οι υπηρεσίες, -η διαφορά των
οποίων, άλλωστε, με την βιομηχανία γίνεται όλο και πιό δυσδιάκριτη-, αλλά και η
γεωργία. Με αυτή την έννοια υπάρχουν πάρα πολύ κλάδοι που συμμετέχουν στην 4η
βιομηχανική επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ οι ημιαγωγοί και τα
ολοκληρωμένα κυκλώματα δεν είναι παρά μόνο ένας από αυτούς. Βεβαίως είναι ο πιο
βασικός, ο πιο αιχμιακός, αλλά όχι ο μοναδικός. Από όλους αυτούς τους κλάδους,
λοιπόν, στην Ελλάδα δεν υπάρχει σήμερα
έστω και μία παραγωγική μονάδα υπολογίσιμου μεγέθους που να εφάπτεται στην
πρωτοπορία της τεχνολογικής αιχμής-με την εξαίρεση τεσσάρων μικρών ελληνικών
επιχειρήσεων. Γι’ αυτό πρέπει να έρθουν στην Ελλάδα κάποιες μεγάλες,
πρωτοποριακές, μονάδες, προκειμένου να λειτουργήσουν ως “καταλύτες” για να
δημιουργηθούν γύρω τους τα clusters και τα σύστοιχα οικοσυστήματα που
απαιτούνται για την πραγματική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. (Σε κάποιους
από τους πολλούς κλάδους της “νέας ανάπτυξης”, και όχι αναγκαστικά στους ημιαγωγούς).
Φυσικά όπως είναι
η τρέχουσα κατάσταση, και όπως ήταν πάντα στην Ελλάδα, ουσιαστικές καινοτόμες
επενδύσεις, από πρωτοποριακές εταιρείες, δεν πρόκειται να έρθουν. Είναι
παγκοσμίως γνωστό ότι το ελληνικό πελατειακό κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως
ταφόπλακα για κάθε παραγωγική προσπάθεια όσο δυναμική και αν είναι. Αν αυτό,
άλλωστε, -δηλαδή το ότι καμμία μεγάλη,
πρωτοποριακή, επιχείρηση δεν θα ερχόταν να κάνει μία σημαντική και υπολογίσιμη
επένδυση στην Ελλάδα- ήταν μία φορά αλήθεια μέχρι το 2022, από την χρονιά αυτή και στην συνέχεια είναι δέκα φορές
περισσότερο. Διότι μετά τα Chips Act και
IRA της κυβερνήσεως των ΗΠΑ το 2022, οι μεγάλες πρωτοποριακές εταιρείες της 4ης
βιομηχανικής επανάστασης, οι “παγκόσμιοι πρωταθλητές” του κλάδου τους, έχουν
αλλάξει ολοκληρωτικά τον τρόπο με τον οποίο εξετάζουν και σχεδιάζουν πιθανές
επενδύσεις. Το πρώτο πράγμα που
λαμβάνουν υπ’ όψιν τους, πλέον, είναι το τι θα αποκομίσουν ως ανταμοιβή από την
κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας για την επένδυσή τους. Και η Ελλάδα, ως εκ τούτου,
είναι παντελώς “άοπλη”- δεν έχει να προσφέρει τίποτα για να προσελκύσει κάποιες
“καταλυτικές” επενδύσεις που θα την έφερναν στην νέα εποχή.
Αυτό θα πρέπει να
αλλάξει δραστικά με τρεις τρόπους:
-με το να στεγανοποιηθεί, εκ των
προτέρων, οποιαδήποτε κρίσιμη και σημαντική επένδυση, από την καταστροφική
επίδραση της ανικανότητας και της διαφθοράς του ελληνικού πελατειακού κράτους,
-με το να κινητοποιηθούν πόροι για να
καλύψει ποσοστό των επιθυμητών επενδύσεων
το ελληνικό κράτος, όπως κάνουν πλέον όλα σχεδόν τα κράτη που έχουν
φιλοδοξίες συμμετοχής στην νέα εποχή, ακόμη και αυτά που βρίσκονται στην κορυφή
της τεχνολογικής αλυσίδας, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία,
-με το να γίνει γνωστό αυτό στους
δυνητικούς επενδυτές από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση με μία ενεργητική
πολιτική προβολής των δυνατοτήτων και των ευκαιριών επενδύσεων στην Ελλάδα.
Πρώτο βήμα είναι ένα δημιουργηθούν “Ειδικές οικονομικές ζώνες” σαν αυτές
που δημιούργησε η Κίνα στην δεκαετία του 1980, αλλά και αυτές που έχουν σήμερα
19 ευρωπαϊκές χώρες. (Διεθνώς το 2023 ήταν ένα έτος που σημειώθηκε ρεκόρ ξένων αμέσων επενδύσεων στις “Ειδικές
Οικονομικές Ζώνες”). Αυτές πρέπει να είναι περιοχές ελεύθερης παραγωγικής
δραστηριότητας, στεγανοποιημένες από την ελληνική νομοθεσία και την δικαιοδοσία
του ελληνικού Δημοσίου. Οι σημαντικές
παραγωγικές επενδύσεις θα πρέπει να τοποθετούνται εκεί όπου δεν θα ισχύει
τίποτα από τον εφιάλτη του νομικού πλαισίου της ελληνικής γραφειοκρατίας, με
εξαίρεση τους περιβαλλοντικούς νόμους. Επίσης οι αποδόσεις και η κερδοφορία των
επενδύσεων που θα επιλεγούν για ένταξη στις “Ειδικές οικονομικές ζώνες” θα πρέπει
να είναι απαλλαγμένες από κάθε φορολογία, για μία πεντηκονταετία.
.
Δεύτερο βήμα θα
πρέπει να είναι ότι, όπως συμβαίνει πλέον σε όλον τον κόσμο, έτσι και εδώ
το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να
συνεισφέρει στις επενδύσεις που θεωρεί στρατηγικής σημασίας. Θα πρέπει δηλαδή να καταστήσει εξ αρχής δυνητικά
προσοδοφόρες για τις ξένες εταιρείες προηγμένης τεχνολογίας την εγκατάσταση
τους στην Ελλάδα- όπως ακριβώς κάνει η Chips Act στις ΗΠΑ. Για αυτό μπορεί να
χρησιμοποιήσει και τα εναπομένοντα κονδύλια του Ταμείου Ανασυγκρότησης και
Ανθεκτικότητας, (αναδρομολογώντας τα από διάφορες σκανδαλώδεις χρήσεις), και τα
κονδύλια του ΕΣΠΑ, και τα υπερπλεονάσματα που προϋπολογισμού και ακόμη κονδύλια
τα οποία μπορεί και θα πρέπει να εξασφαλίσει με διάφορους άλλους τρόπους, (όπως
η δημιουργία ειδικού επενδυτικού ταμείου).
Τρίτο βήμα είναι
η ενεργοποίηση του κυβερνητικού σχηματισμού με την υιοθέτηση μίας επιθετικής
και δυναμικής αναπτυξιακής πολιτικής. Ουσιαστική και πραγματική ανάπτυξη στους νέους τομείς της οικονομίας είναι
παντελώς αδύνατη με την σημερινή στάση και συμπεριφορά της κυβέρνησης, διότι
τίποτε δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί
με την μέθοδο της παθητικότητας και της αναμονής. Όχι μόνο γιατί η Ελλάδα δεν
είναι εξ αντικειμένου επενδυτικός προορισμός αλλά και γιατί ακόμη και εάν
διέθετε κάποια ελκυστικά στοιχεία αυτά
θα ήταν εντελώς αφανή. Συνεπώς, σε συνδυασμό με τα δύο προηγούμενα βήματα, η
προσέλκυση ξένων στρατηγικών επενδύσεων θα πρέπει να καταστεί κεντρικός άξονας
της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ειδικό Υπουργείο
με εντεταλμένο Υπουργό πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης το οποίο, σε
συνεργασία και με άλλες υπηρεσίες και φορείς, θα εκπονεί σχέδια επένδυσης και
θα τα προτείνει με επιθετικό τρόπο στις εταιρείες “παγκόσμιους πρωταθλητές” του
κάθε κλάδου. Θα τις προσκαλεί ενεργητικά να επενδύσουν στην Ελλάδα και να
επωφεληθούν από τις επιδοτήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, την ελευθερία
λειτουργίας στις “Ειδικές οικονομικές ζώνες”, την γεωγραφική θέση της χώρας, την ιδιότητά της ως μέλους
της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ό,τι
άλλο μπορεί να είναι χρήσιμο και αποδοτικό στην περίπτωση του κάθε ξεχωριστού
τομέα.
Αυτά τα τρία θα
πρέπει να είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της θετικής αναπτυξιακής πολιτικής της
εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης για την παρούσα ιστορική φάση της διεθνούς
οικονομίας: “Ειδικές οικονομικές ζώνες”
στις οποίες θα μπορούν να υπαχθούν μόνο οι επιλεγμένες επενδύσεις, σημαντική
επιδοματική συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης στην επένδυση με μακροχρόνια απαλλαγή φορολογίας των κερδών
και δημιουργία Υπουργού ή Υπουργείου που θα προωθεί την ανάπτυξη
αυτήν.
ΥΓ. Η Ελλάδα δεν είναι Ιρλανδία, δεν
είναι Ελβετία, δεν είναι Δανία, δεν είναι Ολλανδία, δεν είναι Τσεχία και ίσως
δεν είναι ούτε καν Ουρουγουάη, ώστε να έχει την πολυτέλεια να αρνηθεί στις
μεγάλες ξένες εταιρείες τα data centers
που δηλώνουν ότι προτίθενται να κατασκευάσουν στην χώρα μας. Όμως θα πρέπει να
είναι σαφές πως τα data centers δεν είναι οι επενδύσεις για τις οποίες
συζητάμε. Δεν είναι επενδύσεις, δηλαδή, που θα μπορούσαν να δράσουν σαν
καταλύτες στην ανάπτυξη, δημιουργώντας “εξωτερικότητες” και σύστοιχα παράλληλα
οικοσυστήματα μικρότερων ελληνικών επιχειρήσεων που μπορούν να ωθήσουν την
οικονομία προς την 4η βιομηχανική επανάσταση. Στην πραγματικότητα τα data
centerς είναι οχλούσες δραστηριότητες
γιατί είναι ενεργοβόρες και υδροβόρες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι
μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες προσπαθούν να τις διασπείρουν σε πολλές χώρες,
και ο λόγος, επίσης, που πολλές χώρες, όπως οι παραπάνω, προσπαθούν να
αποτρέψουν την δημιουργία τους στο έδαφός τους. (Το πόσο ενεργοβόρες δραστηριότητες
είναι μαρτυρείται από το γεγονός πως η Amazon και η Μicrosoft, στις ΗΠΑ,
νοικιάζουν, για μακροχρόνια χρήση, πυρηνικούς αντιδραστήρες παραγωγής
ηλεκτρικού ρεύματος προκειμένου να τροφοδοτούν από αυτούς κάποια τοπικά τους
data centers). Το κυριότερο, δε, είναι
πως δεν έχει αποδειχθεί πουθενά ότι τα data centers έχουν ουσιαστικές θετικές
“εξωτερικότητες” για την ανάπτυξη στις περιοχές που εγκαθίστανται. Για τον
λόγο, αυτό, ακόμη και αν οι ξένες εταιρείες θελήσουν τελικά να τα υλοποιήσουν
επί ελληνικού εδάφους, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως απλές επενδύσεις χωρίς
στρατηγική σημασία, και χωρίς προνόμια και επιδοτήσεις. Δεν είναι οι επενδύσεις
που θα αλλάξουν την ελληνική οικονομία.