19 Ιουλίου 2017 Συμφωνία επιπλέοντος ναυαγίου,
Ναυτεμπορική, σελ. 9, Τετάρτη, 19 Ιουλίου 2017 & naftemporiki.gr ΑΠΟΨΕΙΣ
Μεταξύ 17 και 20 Ιουλίου το ελληνικό Δημόσιο οφείλει να αποπληρώσει χρεολύσια περί τα 6,3 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό δεν υπήρχε άλλο περιθώριο καθυστέρησης για τη 2η αξιολόγηση του 3ου προγράμματος, την 11η αξιολόγηση των τριών προγραμμάτων.
Συνεπώς είναι στα θετικά του σχεδίου συμφωνίας της 2ας Μαΐου 2017 και της συμφωνίας στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, ότι «έκλεισε» και εφαρμόζεται. Και απεφεύχθη άλλο ένα επεισόδιο διέλευσης σύριζα από την άτακτη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου.
Η 11η αξιολόγηση «έκλεισε», ενώ η ελληνική οικονομία και κοινωνία βαδίζουν στο 10ο έτος της κρίσης που άρχισε το 2008 με έναρξη ραγδαίας κατάρρευσης του ΑΕΠ (2008-2016:-27,3%) και της ραγδαίας κατάρρευσης του ποσοστού απασχόλησης εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64 ετών σε «ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης», 2008:65,3%, 2013:50,8%, 2016:-53,7%).
Μετά από τρία μνημόνια που, αν και με πολλές καθυστερήσεις και αναβολές, ισχύουν και υλοποιούνται (από «αντιμνημονιακές» κυβερνήσεις) διαδοχικώς και σωρευτικώς, ενισχυμένα και επαυξημένα, επήλθε α) δημοσιονομική προσαρμογή και αναγκαία διόρθωση του μεγαλειώδους δημοσιονομικού εκτροχιασμού της περιόδου 2004-2009 (εξ ου η δυνατότητα εξόδου από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος) και β) αναγκαία διόρθωση, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, στην απωλεσθείσα ανταγωνιστικότητα της χώρας την περίοδο 2000-2009.
Το 2016, με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, η Ε.Ε. αντιστάθμισε όλες τις απώλειες καθαρής απασχόλησης που σημειώθηκαν ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και των κρίσεων στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Όχι όμως η Ελλάδα.
Η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται μεν λόγω μνημονιακών μέτρων ευελιξίας στις αγορές εργασίας, αλλά παραμένει τριπλάσια (Μάιος 2008:7,3% Ιούλιος 2013:27,9%, Απρίλιος 2017:21,7%) από την έναρξη κατάρρευσης της απασχόλησης και του ΑΕΠ. Η ανάκαμψη της απασχόλησης είναι μια αργή διαδικασία, παρ’ όλο που η Ελλάδα έχει εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με στόχο την εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας.
Όπως δείχνουμε (βλ. Δημ. & Χρ. Ιωάννου, Η θεμελιώδης ασυμμετρία της ελληνικής οικονομίας, «Οικονομικές Εξελίξεις», ΚΕΠΕ, Τεύχος 33 - Ιούνιος 2017, σελ. 63-72) η κατάρρευση του ελληνικού ΑΕΠ από το 2009 είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της κατάρρευσης των τομέων των μη διεθνώς εμπορευσίμων. Και αυτό, επίσης, αναπόφευκτη κατάληξη της τεχνητής και παρά φύσιν διογκώσεώς τους στην προηγούμενη φάση σε βάρος του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, ο οποίος το 2009 έφθασε στο κατώτατο σημείο του (18,7%).
Η δε διάσωση της ελληνικής οικονομίας από την ολική καταστροφή οφείλεται στην «αντοχή» του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, τη σχετικά μικρή υποχώρησή του στις συνθήκες της κρίσης και την έναρξη από το κατώτατο σημείο του (18,7% του ΑΕΠ το 2009), αύξησης σταδιακά του ποσοστού του στο ΑΕΠ, με τάση επιστροφής στα προ του 2001 επίπεδά του, έχοντας φθάσει ήδη, το 2015, στο 22% του ΑΕΠ.
Πλην όμως, ακόμη, στο 10ο έτος της κρίσης, απουσιάζουν τα ψήγματα εθνικού και ενδογενούς σχεδίου ριζικών μέτρων βιώσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και, κυρίως, ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων παραγωγικής ανόρθωσης. Ό,τι υπάρχει είναι, φέρεται, παρουσιάζεται ως προϊόν εξωγενούς επιβολής. Το τραγικό σε αυτό είναι ότι «οι θεσμοί» είναι «οι άλλοι», οι δανειστές και αξιολογητές. Κι αυτό εμφανίσθηκε, και εμφανίζεται, ως διαπραγματευτική επιτυχία. Ενδογενώς, η εγχώρια «αθεσμία» χαρακτηρίζεται από τα «άλλα λέω (και άλλα θέλω) και άλλα κάνω». Αλλά ακόμη κι αυτό έχει μία θετική όψη.
Πρώτον, διότι αρχικά σιωπηρά αλλά έμπρακτα, και στη συνέχεια επίσημα και επί χάρτου, αναγνωρίσθηκε η ανάγκη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Άλλωστε με το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 κατέστη εφικτό να παραταθεί το κλείσιμο της 11ης αξιολόγησης και η εκταμίευση των δανειακών δόσεων: το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 επέτρεψε την πληρωμή χρεολυσίων του α’ εξάμηνου 2017. Όμως εν όψει του τρέχοντος «βουνού» χρεολυσίων έπρεπε πλέον να «κλείσει» η αξιολόγηση και να εκταμιευθεί η δόση.
Δεύτερον, θετικό είναι ότι υπάρχει πλέον, μετά τη σχεδόν τριετή σιωπή και αποστροφή των αρμοδίων, και «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021», με ημερομηνίες και αριθμούς για έσοδα και δαπάνες, δηλωμένο και ψηφισμένο. Σωστό ή λάθος, είναι άλλη συζήτηση.
Τώρα είναι μπροστά μας η 3η (ή 12η) αξιολόγηση και, όπως πάντα, η αμείλικτη πραγματικότητα, η οποία «ανακαλύπτεται» σταδιακά. Ευτυχώς όμως το ναυάγιο (ενδογενώς ωθούμενο από τον τομέα διεθνώς εμπορευσίμων που παράγει, εξάγει και χρηματοδοτεί την οικονομία) συνεχίζει να επιπλέει, πλέει υποβοηθούμενο, και επισκευάζεται αργά-αργά. Βρίσκεται όμως ακόμη αντιμέτωπο με θεμελιώδεις αδυναμίες του.
Πρώτη, η σύνθεση του ΑΕΠ: 90% κατανάλωση, 10% επενδύσεις. Στη δε σύνθεση των επενδύσεων δεν κυριαρχούν εκείνες που παράγουν βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς το μερίδιο επενδύσεων σε κλάδους διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών υστερεί.
Δεύτερον, η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής: κυρίως με υπερφορολόγηση και με μειωμένη περιστολή δαπανών και, επιπλέον, μειωμένη αποτελεσματικότητά τους. Και η σύνθεση των δημοσίων δαπανών προσανατολίζεται περισσότερο σε συντάξεις και λιγότερο σε επενδύσεις και αποτελεσματικές υπηρεσίες.
Ναυτεμπορική, σελ. 9, Τετάρτη, 19 Ιουλίου 2017 & naftemporiki.gr ΑΠΟΨΕΙΣ
Μεταξύ 17 και 20 Ιουλίου το ελληνικό Δημόσιο οφείλει να αποπληρώσει χρεολύσια περί τα 6,3 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό δεν υπήρχε άλλο περιθώριο καθυστέρησης για τη 2η αξιολόγηση του 3ου προγράμματος, την 11η αξιολόγηση των τριών προγραμμάτων.
Συνεπώς είναι στα θετικά του σχεδίου συμφωνίας της 2ας Μαΐου 2017 και της συμφωνίας στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, ότι «έκλεισε» και εφαρμόζεται. Και απεφεύχθη άλλο ένα επεισόδιο διέλευσης σύριζα από την άτακτη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου.
Η 11η αξιολόγηση «έκλεισε», ενώ η ελληνική οικονομία και κοινωνία βαδίζουν στο 10ο έτος της κρίσης που άρχισε το 2008 με έναρξη ραγδαίας κατάρρευσης του ΑΕΠ (2008-2016:-27,3%) και της ραγδαίας κατάρρευσης του ποσοστού απασχόλησης εργατικού δυναμικού (ηλικίας 20-64 ετών σε «ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης», 2008:65,3%, 2013:50,8%, 2016:-53,7%).
Μετά από τρία μνημόνια που, αν και με πολλές καθυστερήσεις και αναβολές, ισχύουν και υλοποιούνται (από «αντιμνημονιακές» κυβερνήσεις) διαδοχικώς και σωρευτικώς, ενισχυμένα και επαυξημένα, επήλθε α) δημοσιονομική προσαρμογή και αναγκαία διόρθωση του μεγαλειώδους δημοσιονομικού εκτροχιασμού της περιόδου 2004-2009 (εξ ου η δυνατότητα εξόδου από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος) και β) αναγκαία διόρθωση, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, στην απωλεσθείσα ανταγωνιστικότητα της χώρας την περίοδο 2000-2009.
Το 2016, με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, η Ε.Ε. αντιστάθμισε όλες τις απώλειες καθαρής απασχόλησης που σημειώθηκαν ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και των κρίσεων στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Όχι όμως η Ελλάδα.
Η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται μεν λόγω μνημονιακών μέτρων ευελιξίας στις αγορές εργασίας, αλλά παραμένει τριπλάσια (Μάιος 2008:7,3% Ιούλιος 2013:27,9%, Απρίλιος 2017:21,7%) από την έναρξη κατάρρευσης της απασχόλησης και του ΑΕΠ. Η ανάκαμψη της απασχόλησης είναι μια αργή διαδικασία, παρ’ όλο που η Ελλάδα έχει εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με στόχο την εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας.
Όπως δείχνουμε (βλ. Δημ. & Χρ. Ιωάννου, Η θεμελιώδης ασυμμετρία της ελληνικής οικονομίας, «Οικονομικές Εξελίξεις», ΚΕΠΕ, Τεύχος 33 - Ιούνιος 2017, σελ. 63-72) η κατάρρευση του ελληνικού ΑΕΠ από το 2009 είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της κατάρρευσης των τομέων των μη διεθνώς εμπορευσίμων. Και αυτό, επίσης, αναπόφευκτη κατάληξη της τεχνητής και παρά φύσιν διογκώσεώς τους στην προηγούμενη φάση σε βάρος του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, ο οποίος το 2009 έφθασε στο κατώτατο σημείο του (18,7%).
Η δε διάσωση της ελληνικής οικονομίας από την ολική καταστροφή οφείλεται στην «αντοχή» του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, τη σχετικά μικρή υποχώρησή του στις συνθήκες της κρίσης και την έναρξη από το κατώτατο σημείο του (18,7% του ΑΕΠ το 2009), αύξησης σταδιακά του ποσοστού του στο ΑΕΠ, με τάση επιστροφής στα προ του 2001 επίπεδά του, έχοντας φθάσει ήδη, το 2015, στο 22% του ΑΕΠ.
Πλην όμως, ακόμη, στο 10ο έτος της κρίσης, απουσιάζουν τα ψήγματα εθνικού και ενδογενούς σχεδίου ριζικών μέτρων βιώσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και, κυρίως, ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων παραγωγικής ανόρθωσης. Ό,τι υπάρχει είναι, φέρεται, παρουσιάζεται ως προϊόν εξωγενούς επιβολής. Το τραγικό σε αυτό είναι ότι «οι θεσμοί» είναι «οι άλλοι», οι δανειστές και αξιολογητές. Κι αυτό εμφανίσθηκε, και εμφανίζεται, ως διαπραγματευτική επιτυχία. Ενδογενώς, η εγχώρια «αθεσμία» χαρακτηρίζεται από τα «άλλα λέω (και άλλα θέλω) και άλλα κάνω». Αλλά ακόμη κι αυτό έχει μία θετική όψη.
Πρώτον, διότι αρχικά σιωπηρά αλλά έμπρακτα, και στη συνέχεια επίσημα και επί χάρτου, αναγνωρίσθηκε η ανάγκη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Άλλωστε με το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 κατέστη εφικτό να παραταθεί το κλείσιμο της 11ης αξιολόγησης και η εκταμίευση των δανειακών δόσεων: το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 επέτρεψε την πληρωμή χρεολυσίων του α’ εξάμηνου 2017. Όμως εν όψει του τρέχοντος «βουνού» χρεολυσίων έπρεπε πλέον να «κλείσει» η αξιολόγηση και να εκταμιευθεί η δόση.
Δεύτερον, θετικό είναι ότι υπάρχει πλέον, μετά τη σχεδόν τριετή σιωπή και αποστροφή των αρμοδίων, και «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021», με ημερομηνίες και αριθμούς για έσοδα και δαπάνες, δηλωμένο και ψηφισμένο. Σωστό ή λάθος, είναι άλλη συζήτηση.
Τώρα είναι μπροστά μας η 3η (ή 12η) αξιολόγηση και, όπως πάντα, η αμείλικτη πραγματικότητα, η οποία «ανακαλύπτεται» σταδιακά. Ευτυχώς όμως το ναυάγιο (ενδογενώς ωθούμενο από τον τομέα διεθνώς εμπορευσίμων που παράγει, εξάγει και χρηματοδοτεί την οικονομία) συνεχίζει να επιπλέει, πλέει υποβοηθούμενο, και επισκευάζεται αργά-αργά. Βρίσκεται όμως ακόμη αντιμέτωπο με θεμελιώδεις αδυναμίες του.
Πρώτη, η σύνθεση του ΑΕΠ: 90% κατανάλωση, 10% επενδύσεις. Στη δε σύνθεση των επενδύσεων δεν κυριαρχούν εκείνες που παράγουν βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς το μερίδιο επενδύσεων σε κλάδους διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών υστερεί.
Δεύτερον, η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής: κυρίως με υπερφορολόγηση και με μειωμένη περιστολή δαπανών και, επιπλέον, μειωμένη αποτελεσματικότητά τους. Και η σύνθεση των δημοσίων δαπανών προσανατολίζεται περισσότερο σε συντάξεις και λιγότερο σε επενδύσεις και αποτελεσματικές υπηρεσίες.