7 Μαίου 2017 Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας του 2018
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6-7/5/2017
Αν η Ελλάδα επιθυμεί να συγκλίνει, κάποτε στο εγγύς μέλλον, προς το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο» στον τομέα των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τότε δεν πρέπει απλά να περιμένει την λήξη του 3ου προγράμματος προσαρμογής, έχοντας την αυταπάτη ότι μπορεί να επιστρέψει σε ότι ίσχυε και ότι λειτουργούσε το 2008 - 2009, αλλά θα πρέπει να αρχίσει να κάνει, μέσω των αρμοδίων της στον τομέα των συλλογικών εργασιακών, αυτό που δεν έχει κάνει 8 χρόνια τώρα.
Να αρχίσει να αντιλαμβάνεται γιατί η Ελλάδα οδηγήθηκε και παραμένει σε κατάσταση χρεοκοπίας, και γιατί αυτή η χρεοκοπία είχε και μία συλλογική εργασιακή συνιστώσα. Μαζί με την κατάρρευση του ΑΕΠ (-27%) και της απασχόλησης (-22%) κατέρρευσε και ένα σύστημα ρύθμισης των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Του οποίου η κατάρρευση δεν συγκρίνεται με ότι συνέβη σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που επίσης εφάρμοσαν μνημόνια (Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία), ή μνημονιακού τύπου μέτρα (Ισπανία, Ιταλία), στα εργασιακά τους.
Να αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι αυτό που χρεοκόπησε είχε και μία συλλογική εργασιακή συνιστώσα, η οποία ανάγεται σε πρότυπα παρελθουσών δεκαετιών της μεταπολεμικής Ελλάδας, τα οποία η μεταπολιτευτική Ελλάδα τα διατήρησε με ελαφρές, αλλά ανεπαρκείς, προσαρμογές: ένα πρότυπο ρύθμισης των μισθών και των όρων εργασίας τύπου «κλειστής οικονομίας», με συνδικαλιστικές δομές εκπροσωπήσεις και καταμερισμούς με μήτρα το επάγγελμα ή την ειδικότητα, και όχι την επιχείρηση ή τον κλάδο, από την μια, τον κρατικό τομέα της οικονομίας, ή τις κρατικές επιχειρήσεις, από την άλλη.
Να αρχίσει να αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο και την αδράνεια που προκαλεί η απλοϊκή ερμηνεία, υπεκφυγή και αυταπάτη ότι για την κατάρρευση του προηγούμενου συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων που υπήρχε έως το 2010-2012 ευθύνονται οι εταίροι-δανειστές και τα μνημόνια, και να αρχίσει να κατανοεί ότι οι αιτίες ήταν/είναι κυρίως ενδογενείς, ανάλογες εκείνων που οδήγησαν στην πολυετή χρεοκοπία και έφεραν τα μνημόνια, για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία. Γι αυτό και η κατάρρευση των εργασιακών (απασχόλησης, συλλογικών συμβάσεων εργασίας κλπ) στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με ότι συνέβη στην Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία.
Να αρχίσει να αναγνωρίζει και να δημιουργεί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων: συλλογικούς φορείς με ενισχυμένη βάση-μέλη και αντιπροσωπευτικότητα, που στις συλλογικές διαπραγματεύσεις βασίζονται σε δεδομένα και επιχειρήματα με οικονομικό και κοινωνικό λογισμό για μια παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία, και όχι σε νομικο-διοικητικούς αυτοματισμούς μιας «κλειστής οικονομίας».
Και όχι να ελπίζει απλά και μόνο σε αναβίωση της πρακτικής, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», όπου ο εκάστοτε Υπουργός κήρυσσε υποχρεωτικές διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις («ομοιοεπαγγελματικές» και «κλαδικές»), χωρίς να εξετάζεται εάν, και σε ποιο βαθμό, δέσμευαν το αναγκαίο 51% του κλάδου ή του επαγγέλματος. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ο μηχανισμός της επέκτασης/κήρυξης υποχρεωτικής είτε δεν υφίσταται (π.χ. Κύπρος, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες), είτε χρησιμοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Ωστόσο οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι συλλογικές συμβάσεις λειτουργούν αποτελεσματικά.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6-7/5/2017
Αν η Ελλάδα επιθυμεί να συγκλίνει, κάποτε στο εγγύς μέλλον, προς το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο» στον τομέα των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τότε δεν πρέπει απλά να περιμένει την λήξη του 3ου προγράμματος προσαρμογής, έχοντας την αυταπάτη ότι μπορεί να επιστρέψει σε ότι ίσχυε και ότι λειτουργούσε το 2008 - 2009, αλλά θα πρέπει να αρχίσει να κάνει, μέσω των αρμοδίων της στον τομέα των συλλογικών εργασιακών, αυτό που δεν έχει κάνει 8 χρόνια τώρα.
Να αρχίσει να αντιλαμβάνεται γιατί η Ελλάδα οδηγήθηκε και παραμένει σε κατάσταση χρεοκοπίας, και γιατί αυτή η χρεοκοπία είχε και μία συλλογική εργασιακή συνιστώσα. Μαζί με την κατάρρευση του ΑΕΠ (-27%) και της απασχόλησης (-22%) κατέρρευσε και ένα σύστημα ρύθμισης των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Του οποίου η κατάρρευση δεν συγκρίνεται με ότι συνέβη σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που επίσης εφάρμοσαν μνημόνια (Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία), ή μνημονιακού τύπου μέτρα (Ισπανία, Ιταλία), στα εργασιακά τους.
Να αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι αυτό που χρεοκόπησε είχε και μία συλλογική εργασιακή συνιστώσα, η οποία ανάγεται σε πρότυπα παρελθουσών δεκαετιών της μεταπολεμικής Ελλάδας, τα οποία η μεταπολιτευτική Ελλάδα τα διατήρησε με ελαφρές, αλλά ανεπαρκείς, προσαρμογές: ένα πρότυπο ρύθμισης των μισθών και των όρων εργασίας τύπου «κλειστής οικονομίας», με συνδικαλιστικές δομές εκπροσωπήσεις και καταμερισμούς με μήτρα το επάγγελμα ή την ειδικότητα, και όχι την επιχείρηση ή τον κλάδο, από την μια, τον κρατικό τομέα της οικονομίας, ή τις κρατικές επιχειρήσεις, από την άλλη.
Να αρχίσει να αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο και την αδράνεια που προκαλεί η απλοϊκή ερμηνεία, υπεκφυγή και αυταπάτη ότι για την κατάρρευση του προηγούμενου συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων που υπήρχε έως το 2010-2012 ευθύνονται οι εταίροι-δανειστές και τα μνημόνια, και να αρχίσει να κατανοεί ότι οι αιτίες ήταν/είναι κυρίως ενδογενείς, ανάλογες εκείνων που οδήγησαν στην πολυετή χρεοκοπία και έφεραν τα μνημόνια, για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία. Γι αυτό και η κατάρρευση των εργασιακών (απασχόλησης, συλλογικών συμβάσεων εργασίας κλπ) στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με ότι συνέβη στην Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία.
Να αρχίσει να αναγνωρίζει και να δημιουργεί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων: συλλογικούς φορείς με ενισχυμένη βάση-μέλη και αντιπροσωπευτικότητα, που στις συλλογικές διαπραγματεύσεις βασίζονται σε δεδομένα και επιχειρήματα με οικονομικό και κοινωνικό λογισμό για μια παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία, και όχι σε νομικο-διοικητικούς αυτοματισμούς μιας «κλειστής οικονομίας».
Και όχι να ελπίζει απλά και μόνο σε αναβίωση της πρακτικής, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», όπου ο εκάστοτε Υπουργός κήρυσσε υποχρεωτικές διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις («ομοιοεπαγγελματικές» και «κλαδικές»), χωρίς να εξετάζεται εάν, και σε ποιο βαθμό, δέσμευαν το αναγκαίο 51% του κλάδου ή του επαγγέλματος. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ο μηχανισμός της επέκτασης/κήρυξης υποχρεωτικής είτε δεν υφίσταται (π.χ. Κύπρος, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες), είτε χρησιμοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Ωστόσο οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι συλλογικές συμβάσεις λειτουργούν αποτελεσματικά.